Στην Κρήτη ήταν συνηθισμένο το γεγονός ένα ζευγάρι να παντρεύεται από αγάπη. Φυσικά για να γίνει κανονικός γάμος έπρεπε να πάρουν και την άδεια των γονιών τους. Αλλιώς, αν δεν τους επέτρεπαν, το ζευγάρι ”κλεβόταν'” και ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη και έφευγαν σε άγνωστο μέρος. Αξίζει να σημειωθεί ότι εάν το ζευγάρι παντρευόταν από αγάπη, τότε ο γαμπρός δεν μπορούσε να έχει αξίωση για προίκα. Έπαιρνε αυτό που θα του έδινε ή θα του έγραφε στο προικοσύμφωνο ο πεθερός.
Αντιθέτως, αν γινόταν συνοικέσιο, αν δηλαδή ο γάμος γινόταν με τη μεσολάβηση τρίτου προσώπου, του προξενητή, τότε υπήρχε προικοσύμφωνο. Σε περίπτωση προξενιού, τα δύο παιδιά συναντιόνταν αρχικά για να γίνει η πρώτη γνωριμία και στη συνέχεια ακολουθούσαν κρυφές συναντήσεις ώστε να γνωριστούν καλύτερα κι αν δέχονταν να προχωρήσουν σε γάμο, τότε έπρεπε να δώσει και την επίσημη έγκριση ο πατέρας του κάθε παιδιού. Αυτό σήμαινε και τον αρραβώνα, την επίσημη δηλαδή συμφωνία, με παπά και προικοσύμφωνο ή το γνωστό “λογοδόστεμα”, τον ανεπίσημο δηλαδή αρραβώνα, χωρίς παπά, τη συμφωνία δηλαδή απλώς δια λόγου.
Η επίσημη έγκριση των γονιών και κυρίως του πατέρα για το γάμο δινόταν συνήθως παρουσία παπά ο οποίος και ευλογούσε και τα δαχτυλίδια. Το προικοσύμφωνο οριζόταν παρουσία του προξενητή όπως εξάλλου και η ημερομηνία του γάμου. Ο αρραβώνας γινόταν σε στενό οικογενειακό κύκλο με φαγοπότι και μαντινάδες, όπως αυτές :
Απόψ’ αρραβωνιάζομαι με σένα κοπελιά μου
και τη χαρίζ’ ολόψυχα σε σένα την καρδιά μου
‘Ηρθε ο καιρός οι δυο καρδιές να σμίξουνε ομάδι
Κι η μια τσ’ αλλής να δώσουνε τσ’ αγάπης το σημάδι
Νύφη δε θέμε πλούτη μεις μόνο την ομορφιά σου
απου’ χει το κορμάκι σου και η σεμνή καρδιά σου
Λίγες μέρες πριν από το γάμο, οι γονείς του ζευγαριού έστελναν το λεγόμενο «καλεστή» ο οποίος ανακοίνωνε σε συγγενείς και φίλους την ημερομηνία του γάμου και την εκκλησία στην οποία θα γινόταν ο γάμος, ενώ ταυτόχρονα τους προσκαλούσε και στο γάμο. Σήμερα, αντί για τον «καλεστή», έχουμε τα προσκλητήρια του γάμου στα οποία αναγράφονται και μαντινάδες.
Στο νέο μας ξεκίνημα σας θέλουμε κοντά μας
Να μοιραστούμε όλοι μαζί τη μέρα της χαράς μας
Στη μεγαλύτερη χαρά που σα γονιός θα νοιώσω
Θέλω και φίλους και εδικούς τότε να καμαρώσω.
Γάμοι γίνονταν τις Κυριακές ή άλλες γιορτινές μέρες, όχι όμως Τρίτη, Τετάρτη ή το μήνα Μάιο.
Στο γάμο καλούνταν απαραίτητα όλοι οι συγγενείς, μέχρι δεύτερα ξαδέλφια, όλοι οι γείτονες, οι φίλοι, οι Αρχές ( πρόεδρος, δήμαρχος, αστυνόμος…). Αν υπήρχε έριδα μεταξύ της οικογένειας του γαμπρού ή της νύφης με κάποιον από τους καλεσμένους, γινόταν ανακωχή. Μέχρι τη μέρα του μυστηρίου, οι συγγενείς και οι φίλοι έστελναν δώρα, τα λεγόμενα «κανίσκια», στους γονείς που πάντρευαν τα παιδιά τους ( ένα καλάθι με λάδι, τυρί, κρασί και πατάτες), ή ακόμα και χρήματα, τα “χαρίσματα” ή είδη για το σπίτι, ώστε να βοηθηθεί το ζευγάρι στο στήσιμο του νέου τους σπιτιού. Από τη μεριά τους το ζευγάρι πρόσφερε σε όλους τους καλεσμένους μια κουλούρα με υπέροχο στολισμό, ειδικά φτιαγμένη για την περίσταση, καθώς και ένα κομμάτι κρέας, αν ο γαμπρός ήταν βοσκός. Όταν οι καλεσμένοι πήγαιναν τα δώρα τους στο σπίτι που θα έμενε το νέο ζευγάρι τους πρόσφεραν κρητικό κέρασμα, τους κερνούσαν δηλαδή καρύδια, αμύγδαλα, παραδοσιακά γλυκά, δίπλες με μέλι (ξεροτήγανα), μαζί πάντα με τσικουδιά ή κρασί.
Στο σπίτι της νύφης μαζεύονταν οι κοπελιές την Παρασκευή πριν από το γάμο και «κατάσταιναν» (ετοίμαζαν) τα προικιά της νύφης. Τα προικιά ή προυκιά είναι τα διάφορα κινητά περιουσιακά στοιχεία και κυρίως τα υφαντά, τα κεντήματα, τα πλεκτά… Αυτά μεταφέρονταν με πομπή και με συνοδεία μουσικών στο σπίτι που επρόκειτο να στεγάσει τους νεόνυμφους, ώστε να περάσουν από εκεί οι χωριανοί για να τα δουν. Εκεί, η νύφη με τις φίλες της στόλιζαν και το κρεβάτι όπου θα κοιμόταν με τον γαμπρό, ενώ ακούγονταν πολύ ωραίες μαντινάδες :
Ένα ανέφελο περνά κι έχει νερό και στούπα
Ας είναι καλορίζικη τση νύφη μας η προύκα.
Ρύζι να τση πετάξετε απάνω στα προικιά τση
Για να ριζοβλαστώσουνε και τα παιδόγγονά τση
Την Κυριακή, τώρα, δηλαδή την ημέρα του γάμου και πριν ξεκινήσουν η νύφη και ο γαμπρός για την εκκλησία προκειμένου να γίνει το μυστήριο, γίνεται και το στόλισμα της νύφης από τις φίλες της, καθώς και το ξύρισμα – στόλισμα του γαμπρού από τους φίλους του. Οι μαντινάδες δεν έλειπαν κατά την προετοιμασία την νύφης και του γαμπρού και ακολουθούσαν την νύφη στην πομπή για την εκκλησία :
Πρώτα απ΄όλα εύχομαι, με τις ευχές αρχίζω
Η ώρα η καλή να ‘ρθει τώρα που σε στολίζω.
Αστράφτει στον ήλιο ο χρυσός και μες τη νύχτα τα’ άστρο
Αστράφτει και η νύφη μας στο νυφικό της άσπρο.
Ντύσου στολίσου μερακλή γαμπρέ και ξεκινούμε
Κι η νύφη αναμένει σε κι ας μη καθυστερούμε
Όμορφη που ‘ναι η νύφη μας, όμορφος κι ο γαμπρός μας
Πραγματικά ταιριαστό που ‘ναι το ανδρόγυνό μας
Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό ή από απομακρυσμένη γειτονιά, γινόταν το λεγόμενο «ψίκι». Δηλαδή, νέοι έφευγαν από το σπίτι του γαμπρού με άλογα και πήγαιναν στο σπίτι της νύφης προκειμένου να της ανακοινώσουν το ευχάριστο νέο, ότι ο γαμπρός δεν αθέτησε την υπόσχεσή του και ότι έρχεται σε λίγο μαζί με τους καλεσμένους του. Ο πρώτος καβαλάρης που έφερνε τη χαρμόσυνη είδηση στη νύφη έπαιρνε μια ωραία κουλούρα από τα χέρια της και η ίδια έβαζε και στο κεφάλι του αλόγου ένα άσπρο κρουσσαλιδάτο μαντήλι (τα κρόσσια στο άσπρο μαντήλι είναι τα δάκρυα της χαράς). Στη συνέχεια ο νικητής με το άλογό του πήγαινε μπροστά και οδηγούσε τη νύφη στην εκκλησία όπου θα γινόταν ο γάμος.
Αν η νύφη ήταν από το ίδιο χωριό με το γαμπρό, ο γαμπρός με τον κουμπάρο και τους καλεσμένους πήγαιναν με πομπή στο σπίτι της, για να την πάρουν και να την οδηγήσουν στην εκκλησία. Μπροστά στην πομπή πήγαιναν τα μουσικά όργανα, με νυφικούς σκοπούς και μαντινάδες, ακολουθούσαν ο γαμπρός με τον κουμπάρο και πίσω τους οι καλεσμένοι. Δεν ακολουθούσαν την πομπή οι γονείς του γαμπρού, οι οποίοι παρέμεναν σπίτι αναμένοντας το γιο τους να τους φέρει τη νύφη ευλογημένη. Απλώς ο πατέρας ή ο μεγάλος αδελφός του γαμπρού, αφού ρίξει με το όπλο του τρεις μπαλωθιές (στο όνομα του πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος) και λέγοντας «Ει στο όνομα του πατρός και του υιού και του Αγίου πνεύματος - η ώρα η καλή παιδί μου», δίνει το έναυσμα για να ξεκινήσει η πομπή. Φτάνοντας στο σπίτι της νύφης οι καλεσμένοι του γαμπρού με μαντινάδες πείθουν την οικογένεια της νύφης να ανοίξει την πόρτα, που μέχρι τότε παραμένει κλειστή.
Ανοίξετε την πόρτα σας να δείτε το γαμπρό μας
που'ναι στολίδι και πρεπιά στο σόι το δικό μας.
Ανοίξετε την πόρτα σας να δείτε το γαμπρό μας
και αν έχετε παράπονο να μας το πείτε εμπρός μας
Νύφη, άνοιξε την πόρτα σου γιατί ο γαμπρός αναμένει,
για να του δώσεις την καρδιά, με πέπλο στολισμένη.
Ανοίξετε την πόρτα σας να δείτε το γαμπρό μας
Τέτοιο σγουρό βασιλικό δεν έχει το χωριό μας.
Και από μέσα από το σπίτι της νύφης ακούγεται:
Σιγά-σιγά μη βιάζεστε κι η πόρτα μας θ’ ανοίξει,
γιατί έχει η νύφη αδέλφια και γονείς να τσ’ αποχαιρετίσει.
Άγια να είναι η στιγμή, κάνομε το σταυρό μας
κι ανοίγομε την πόρτα μας στο ζηλευτό γαμπρό μας
Μετά έμπαινε ο γαμπρός μέσα στο σπίτι με μια ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα και αφού χαιρετούσε και φιλούσε το χέρι των γονιών της νύφης, έπαιρνε την ευχή τους, ζητούσε το χέρι της νύφης, για να την οδηγήσει στην εκκλησία. Η νύφη, ύστερα από κάλεσμα των γονιών της, έβγαινε από το ιδιαίτερο δωμάτιο της και έδινε το χέρι της στο γαμπρό και παράλληλα του έδινε ένα γλυκό ερωτικό φιλί. Στη συνέχεια το χτύπημα της καμπάνας ειδοποιούσε τους μελλόνυμφους πως έπρεπε να κατευθυνθούν προς την εκκλησία. Τότε ακούγονταν πολλές μαντινάδες, όπως η εξής:
Σήκω κι αποχαιρέτισε, νύφη, την εδικολογιά σου,
Δώσε τα κλειδιά στη μάνα σου κι ‘αμε να βρεις δικά σου.
Ο γαμπρός, μετά από αυτό, έβαζε δεξιά του τη νύφη και ξεκινούσαν για την εκκλησία. Μπροστά πήγαιναν τα όργανα, μετά το ζευγάρι και μετά οι καλεσμένοι με τα όπλα τους και το ρύζι ή στάρι που θα έριχναν στην εκκλησία συμβολικά, για να «ριζώσει» το νέο ζευγάρι. Όταν έφταναν στην εκκλησία ακούγονταν οι μαντινάδες:
Άνοιξε πόρτα της εκκλησίας πόρτα του παραδείσου
Να κατεβούν οι άγγελοι τη νύφη να βλογήσουν
Ανοίχτε πόρτες της χαράς, πόρτες της εκκλησίας
Στ’ ανδρόγυνο που γίνεται το ταιριαστό ζευγάρι
Να το βλογήσει ο Θεός και ευλογημένο να ‘ναι
Και αυτοί και οι απόγονοι κι αυτοί και τα παιδιά τους.
Ω Παναγιά Δέσποινα με το Μονογενή σου
στο ανδρόγυνο που γίνεται να δώσεις την ευχή σου
Να ζήσουν να γεράσουνε ως τη στερνή πνοή τους
Στη τελετή μέσα στην εκκλησία, αν η νύφη πατούσε το γαμπρό στο πόδι (κατά τη στιγμή που έλεγε ο παπάς «η δε γυνή να φοβείται τον άντρα», που η πραγματική ερμηνεία του είναι «η δε γυνή να σέβεται τον άνδρα»), ο γαμπρός είχε δικαίωμα να «σχολάσει» το γάμο. Μετά, το νέο ζευγάρι έβγαινε στον περίβολο της εκκλησίας όπου μαζί με τους καλεσμένους χόρευαν παραδοσιακούς χορούς της χαράς και συνάμα οι καλεσμένοι τους εύχονταν δια χειραψίας «Βίο ανθόσπαρτο και πολλούς απογόνους!». Στη συνέχεια, το νέο ζευγάρι πήγαινε με πομπή στο σπίτι των γονιών του γαμπρού, απ΄ όπου περνούσαν και τους πετούσαν ρύζι και ροδοπέταλα, ενώ η πεθερά ταΐζε τη νύφη μελοκάρυδο, για να την καλοπιάσει. Όταν έφταναν εκεί ακούγονταν οι μαντινάδες:
Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά της νύφης
Να δεις τον όμορφό σου γιο μια κόρη σου τη φέρνει
Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά τση νύφης
Και κράθιε και ροδόσταμνο να τσι ροδοσταμνίσεις
Από εκεί μετά το νιόπαντρο ζευγάρι πήγαινε στο σπίτι όπου πρόκειται να στεγάσει τα όνειρα τους. Μόλις έφταναν εκεί ο γαμπρός χάραζε ένα σταυρό στη πόρτα και η νύφη έχυνε μέλι στην είσοδο και έσπαγε ένα ρόδι, για να γίνει ο γάμος γλυκός σαν το μέλι και καρπερός σαν το ρόδι. Παράλληλα οι πατεράδες και ιδιαίτερα του γαμπρού από χαρά έριχναν τουφεκιές, ενώ ακούγονταν και πολλές μαντινάδες όπως οι εξής:
Νύφη να μπεις στ' αρχοντικό με το δεξί σου πόδι
και να σκορπίσεις ύστερα κατάχαμα ένα ρόδι.
Νύφη στο σπίτι που θα μπεις δίχως κουβέντα άλλη
η ευτυχία κι η χαρά να ‘ναι με το τσουβάλι.
Άγια να ‘ναι η στιγμή, ο θιός να βοηθήσει
Ο ένας για τον άλλονε να μην βαρυγκωμήσει
Μετά το μυστήριο και όλα τα τελετουργικά του γάμου ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι σε κάποια πλατεία ή σε κάποιο άλλο ανοικτό χώρο (οικόπεδο ή κοσμικό κέντρο). Το γλέντι ξεκινούσε με άφθονα φαγητά, ποτά και κρητικά εδέσματα στρωμένα πάνω σε τάβλες και συνεχιζόταν με χορό μέχρι πρωίας. Τα φαγητά του γάμου είναι κυρίως βραστό αρνί ή γίδα, πιλάφι ή μακαρόνια με ανθότυρο, γουρουνόπουλο ψητό κ.α. είναι Την επόμενη μέρα, μόλις ξυπνούσε το ζευγάρι, άρχιζε ο «Αντίγονος». Δηλαδή ακολουθούσε ένα νέο πανηγύρι όπου τρώγονταν όσα φαγητά είχαν μείνει. Στα γλέντα αυτά ακούγονταν πολλές μαντινάδες, όπως οι εξής:
Σήμερα γάμος γίνεται σ’ ωραίο περιβόλι
Σήμερα αποχωρίζεται η μάνα από την κόρη
Σήκω περπάτα αϊτέ και άνοιξε τα φτερά σου
να πεταχτεί η πέρδικα που 'χεις στην αγκαλιά σου
Έπιασε η νύφη στο χορό κι όποιος τη συνοδεύει
να ρίχνει καλορίζικα στον τόπο που χορεύει.
Έπιασε η νύφη στο χορό και κάμετέ τση τόπο
Σαν περιστέρα φαίνεται στη μέση των ανθρώπω
Λεβέντης είναι ο γαμπρός, λεβέντικα χορεύει
Τρίζει η γης όπου πατεί και δε τση χωρατεύει.
ΕΥΧΕΣ
Δίνω ευχές, πολλές ευχές και με χαρά περίσσια
Του χρόνου σαν και σήμερα να ‘ναι και στα βαφτίσια.
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός ευτυχισμένα χρόνια
Να τους αξιώσει ο θεός να δουν παιδιά κι εγγόνια.
Να ζήσει χρόνους εκατό ετούτο το ζευγάρι
Και να ‘χει πάντα φώτιση απ του θεού τη χάρη.
Εναλλακτικά, μετά το μυστήριο ακολουθούσε γλέντι στο σπίτι του γαμπρού όπου η μητέρα του έπρεπε να τους καλοδεχτεί. Η νύφη έριχνε λίγο μέλι στην πόρτα της εισόδου και έσπαγε το ρόδι για καλοτυχία και για να είναι ο γάμος γλυκός και καρπερός.Η πεθερά της την τάιζε με λίγο μελοκάρυδο και σταύρωνε την πόρτα που θα έμπαινε το ζευγάρι. Αμέσως μετά ξεκινούσε το γλέντι με τραγούδια, χορό και πολύ φαγητό που κρατούσε μέχρι το πρωί. Ολοκληρώνοντας το μικρό αυτό αφιέρωμα στον κρητικό γάμο, αξίζει να σημειώσουμε ότι στην περίπτωση της απαγωγής ή του γάμου από έρωτα ο γάμος γινόταν σε στενό οικογενειακό κύκλο και το γλέντι ήταν μικρό.
πηγη whitewedding.gr φωτο mycreta
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου