Η Ελένη είχε τα πάντα ,έτσι έλεγαν όλοι,όχι όμως κι εκείνη. Αυτή ήξερε πως δεν είχε τίποτα.
Όλα ήταν απλά για να φαίνονται στον κόσμο. Ένα μεγάλο διαμέρισμα,όμορφα έπιπλα,οικονομική άνεση. Μπορούσε να έχει ότι ήθελε..Εκείνη όμως ήθελε μόνο την ευτυχία των δυο παιδιών της και να εξαφανίσει το τρομο που την κυρίευε κάθε μέρα,όλη μέρα...ασταμάτητα.
Ήταν όμορφη η Ελένη... όμως τώρα πια όταν την κοιτούσες το βλέμμα σου θα έπεφτε μόνο στη θλίψη που ήταν έντονα απλωμένη στο πρόσωπό της.Με το ζόρι χαμογελούσε,ίσα ίσα για να κρατήσει τα προσχήματα.
Μόνο όταν έλειπε ο άντρας της και ήταν μόνη με τα παιδιά ξεχνούσε για λίγο,ένοιωθε ασφαλής. Πήγαινε στο δωμάτιο τους και εκεί έπαιζαν,γελούσαν...και η καρδιά της χτυπούσε ευτυχισμένα,μέχρι να ακούσει τα κλειδιά στην πόρτα.
Τότε χλώμιαζε,πάγωνε,ένοιωθε πως δεν μπορούσε καν να κινηθεί. Σηκωνόταν και τα πόδια της έτρεμαν.
Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα...
Πάντα ήταν η μέρα που στόλιζε με τα παιδιά το δέντρο. Θεωρούσε πως έτσι η μέρα κυλούσε πιο ευχάριστα για εκείνα.
Όλη η μέρα κύλησε με τα στολίδια να μπαίνουν στις θέσεις τους,τα παιδιά να χαμογελούν ανυπόμονα για τα δώρα που θα άνοιγαν το επόμενο πρωί,για τα χρυσαφένια λαμπερά στολίδια,για τους Άγιους Βασίληδες που είχαν γεμίσει το σπίτι.
Έτσι νύχτωσε...άναψαν τα φώτα του δέντρου και έμειναν να το θαυμάζουν. Κουρασμένα πια αποκοιμήθηκαν και η Ελένη τα πήγε ένα ένα στο κρεβάτι τους..Τα σκέπασε..τα φίλησε..και βγήκε ρίχνοντας όπως έκανε πάντα ένα βλέμμα πίσω της πριν κλείσει την πόρτα.
Όταν έφτασε στο σαλόνι..κάθισε στο χαλί μπροστά από το δέντρο. Μόνο τότε έδειξε πως πονάει σε κάθε της κίνηση. Ανασήκωσε την μπλούζα της και κοίταξε τις έντονες μελανιές. Πήγε να τις αγγίξει αλλά ο πόνος τους την σταμάτησε απότομα. Κατέβασε την μπλούζα της και αγκάλιασε τον εαυτό της σφιχτά.
Έγειρε εκεί στο πλάι του καναπέ το κεφάλι της κοιτάζοντας το χριστουγεννιάτικο δέντρο...απορροφώντας τα λαμπερά χρωματιστά φωτάκια τις σκέψεις της...
Κάθε χρόνο δεν πηγαίναν πουθενά τέτοια μέρα...ο άντρας της δεν ήθελε,ήταν αυστηρά οικογενειακή γιορτή έλεγε..βέβαια ούτε και τον υπόλοιπο χρόνο ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός. Απέφευγαν με ευγένεια τις προσκλήσεις για φαγητό,για διασκέδαση ακόμα και στους γονείς τους.
Έκλεισε για λίγο τα μάτια της...όμως οι πληγές τις γίναν εικόνες,το βλέμμα του σαν τρελλό να την κοιτάζει,τα χέρια του να πέφτουν πάνω στο κορμί της χωρίς λύπηση,ο ήχος τους πέφτοντας στο ήδη από την προηγούμενη φορά πληγωμένο δέρμα της.
Δεν κατάλαβε ποτέ αν αυτό διαρκούσε λεπτά,ώρες. Δεν μπορούσε να καταλάβει τον χρόνο. Παρακαλούσε μόνο να σταματήσει. Και αυτό χωρίς να μιλά,να ουρλιάζει....από μέσα της πάντα...για να μην ακούσουν τίποτα τα παιδιά.
Άνοιξε τα μάτια της.Δεν ωφελούσε. Οι πληγές στο σώμα της και στην ψυχή της δεν θα έφευγαν ποτέ. Θα ήταν πάντα εκεί. Να την λοιώνουν ,να της σκίζουν την ψυχή. Δεν μπορούσε να ξεφύγει,δεν θα το κατάφερνε ποτέ. Θα την σκότωνε αν έφευγε,αν προσπαθούσε να τον χωρίσει,της το ειχε πει.
Ένοιωθε την αδυναμία της,ήταν εξαντλημένη πια,αδειανή από ελπίδα, πλυμμηρισμένη από έναν αδιάκοπο πόνο.
Δάκρυσε και ξανάκλεισε τα μάτια της...έφερε στο νου στιγμές όμορφες με τα παιδιά της,χαρούμενα παιχνίδια,ζεστές αγκαλιές...
Άπλωσε με τα μάτια κλειστά και δακρυσμένα τα χέρια της και πήρε το ποτήρι που ειχε ακουμπήσει δίπλα της, έτσι έψαξε και το ξύλινο πόδι του καναπέ και κει έσπασε το ποτήρι. Ψηλαφίζοντας διάλεξε ένα κοφτερό κομμάτι..δεν ήταν εδώ πια...η απελπισία την είχε μεταφέρει σε ένα άλλο κόσμο..σκοτεινό..
Το γυάλινο κομμάτι έσκισε την φλέβα της....και το αίμα πετάχτηκε με δύναμη τριγύρω...κι ύστερα το άλλο της χέρι.
Τότε άνοιξε τα μάτια της. Ήθελε να ξαναδεί το στολισμένο δέντρο και τα λαμπερά φώτα. Το βλέμμα της κοίταξε χαμηλά...είδε το αίμα της που είχε απλωθεί παντού γύρω της...άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα..αλλά για πρώτη φορά δεν φοβήθηκε....έφευγε....δεν υπήρχε φόβος....τα μάτια της κύλησαν στη φάτνη που είχε γεμίσει με το αίμα της...'Έρχομαι''...ψέλλισε κοιτώντας το Θείο βρέφος που είχε και αυτό ματώσει από το αίμα της...και έφυγε..
Παραμονή Χριστουγέννων....Η Ελένη ήταν ελεύθερη πια...να τριγυρίζει άυλη στο σύμπαν ώσπου να συναντήσει τον Δημιουργό της. Σκληρό το ταξίδι της ήτανε στη γη....
Και διάλεξε μια μέρα χαράς για να ελευθερωθεί από αυτό.....μόνη...δακρυσμένη...απελπισμένη μέσα στο σκοτάδι της....Μια μέρα χαράς...έψαξε να βρει κι αυτή την δική της χαρά... μα όχι σε αυτόν τον κόσμο..
Νατάσα Πέτρου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου