ΓΡΑΦΕΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΛΑΪΤΗ
ΘραψανόΑνατρέχοντας σε καταγεγραμμένα ιστορικά στοιχεία αλλά και από τις ανέκδοτες ιστορίες που ακούμε ακόμα και σήμερα από τους παλαιότερους βλέπουμε ότι το χωριό είναι πλούσιο σε θρύλους και παραδόσεις.
Από τους σπουδαιότερους θρύλους του χωριού είναι τα θαύματα που κατά γενική ομολογία των χωριανών, στα παλαιότερα χρόνια, έχουν συντελεστεί στο πηγάδι, που βρίσκεται έξω από την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου και από το οποίο προήλθε το όνομα της σαν Παναγία η Πηγαδιώτισσα (αναφέρεται πολλές φορές στη διαθήκη του Ανδρ. Κορνάρου).
Στο πηγάδι αυτό, από το οποίο έπαιρναν νερό παλαιότερα οι κάτοικοι έχουν πέσει πολλοί άνθρωποι, αλλά κατά ένα υπερφυσικό τρόπο το πηγάδι υπερχειλίζει και τους βγάζει έξω χωρίς να πνιγούν.
Η τελευταία αναφορά που μνημονεύεται σε φυλλάδιο με τα "Θαύματα της Παναγίας της Πηγαδιώτισσας" είναι του Αντώνη Μαυραντωνάκη κάτοικου του χωριού που το 1914 σε ηλικία 10 ετών έπεσε στο πηγάδι και το πηγάδι υπερχειλίζοντας τον έβγαλε έξω.
Αναφέρεται επίσης ότι και ο Ανδρέας Κορνάρος που δεν πίστευε στο θαύμα αλλά κάποτε βρέθηκε εκεί, όταν είχε πέσει μια γυναίκα, και είδε, λέει ο ίδιος, το νερό που την έβγαλε πάνω σώα, μετανόησε για την απιστία του και μπήκε στην εκκλησία, ζητώντας από την Παναγία συγχώρηση, για την απιστία του. (βλ. Αγάπιου Λάνδου, "Αμαρτωλών Σωτηρία", Αθήναι 1908, σ.478).
Το νερό του πηγαδιού θεωρείται επίσης θαυματουργό σύμφωνα με πολλές νεώτερες μαρτυρίες.
Σύμφωνα με μια παράδοση, όταν έχτιζαν το πηγάδι, για να σταματήσουν τη ροή του νερού, τοποθέτησαν μέσα το εικόνισμα της Παναγίας. Όταν κτίστηκε το πηγάδι οι κάτοικοι μετέφεραν την εικόνα στην εκκλησία. Την άλλη, όμως, μέρα το εικόνισμα βρέθηκε και πάλι μέσα στο πηγάδι χωρίς να το έχει μεταφέρει εκεί κανείς.
Στην ίδια εκκλησία της Παναγίας της Πηγαδιώτισσας κατά την Τουρκοκρατία ζούσε κάποιος ιερομόναχος που λέγεται ότι ίδρυσε το πρώτο κρυφό σχολειό της περιοχής. Σε ένα κελί μαζεύονταν οι μαθητές και μάθαιναν στοιχειώδη γραφή και ανάγνωση από το ψαλτήρι. Επειδή δεν είχαν, όμως, τετράδιο και μολύβι, πήγαιναν στα ποτάμια που πέταγαν συνήθως ψόφια ζώα, έπαιρναν τη σπάλα και πάνω της έγραφαν με ένα χαλίκι.
Τη μακάβρια αυτή εφευρετικότητα των μικρών μαθητών την εξιστορούσε στους παλιότερους ο Νιριανομιχάλης, που ήταν μαθητής την εποχή εκείνη.
Στην περιοχή που βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη θέση όπου παλιότερα υπήρχε το χωριό Νυμφοδώρα (σήμερα την λέμε Υποδώρα) που λέγεται ότι ονομάστηκε έτσι γιατί η περιοχή ήταν δώρο μιας Νύφης.
Άλλοι πιστεύουν ότι εκεί υπήρχε εκκλησία που ήταν αφιερωμένη σε τρεις γυναίκες μάρτυρες, τη Νυμφοδώρα, τη Μητροδώρα και τη Μηνοδώρα.
Λέγεται ότι στις Λιβάδες στην μικρή λίμνη στο Θραψανό που ήδη έχουμε αναφέρει, το βράδυ έβγαιναν νεράιδες και χόρευαν με όποιον έβρισκαν μπροστά τους, μέχρι την ώρα που λαλούσε ο πετεινός. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξαφανίζονταν.
Αγία Αναστασία: Ιστορία και θρύλοι του σπηλαιώδους ναού
Το αγίασμα της Αγίας Αναστασίας η μνήμη της οποίας τιμάται στις 22 Δεκεμβρίου και την Τρίτη του Πάσχα στο Καινούριο Χωριό.
Μέσα σε ένα επιβλητικό τοπίο, η ομορφιά που προσφέρει απλόχερα η ανοιξιάτικη φύση στο φαράγγι της Αγίας Αναστασίας στο Καινούργιο Χωριό του δήμου Χερσονήσου γαληνεύει τις ψυχές και μαγεύει όσους καταφτάνουν από κάθε γωνιά της Κρήτης, αλλά και το εξωτερικό, για το ετήσιο τάμα τους στη θαυματουργή Αγία Αναστασία Φαρμακολύτρια.
Άνθρωποι πονεμένοι, που αναζητούν ένα θαύμα, πιστοί που ζητούν την ελπίδα, εκείνοι που είδαν τις προσευχές τους να εισακούονται ζώντας ο καθένας το δικό του θαύμα από τη Χάρη της Αγίας...
Τα βήματα οδηγούν κάθε χρόνο την Τρίτη του Πάσχα τούς πιστούς στο εκκλησάκι που περικλείει ένα σπήλαιο με τη δική του ιστορία, συνδεδεμένη με τα θαύματα της Αγίας Αναστασίας, το προσωνύμιο της οποίας, Φαρμακολύτρια, παραπέμπει στη θαυματουργή παρέμβασή της, την οποία γνωρίζουν καλά οι κάτοικοι του χωριού και της γύρω περιοχής, αλλά και πιστοί από κάθε μήκος και πλάτος - χωρίς υπερβολή - της Γης, με τη φήμη των θαυμάτων να διαιωνίζεται χρόνο το χρόνο.
Η ηχώ στους γεωλογικούς σχηματισμούς της περιοχής ανακαλεί ψαλμωδίες από τα βάθη των αιώνων, τις ιστορίες των ανθρώπων που γιατρεύτηκαν χάρη στην Αγία, αλλά και τους θρύλους οι οποίοι συνοδεύουν την ίδρυση του σπηλαιώδους ναού, από τα τοιχώματα του οποίου τρέχει άγιασμα.
Οι πιστοί θα αποκαλύψουν στους επισκέπτες την πεποίθησή τους ότι την παραμονή και την ημέρα της γιορτής της Αγίας Αναστασίας το άγιασμα είναι περισσότερο από κάθε άλλη μέρα του χρόνου, καθώς το συλλέγουν με προσοχή με μπαμπάκι από τα τοιχώματα της σπηλιάς ή απλά κάθονται κάτω από τις πέτρες περιμένοντάς το να κυλήσει πάνω στο πρόσωπό τους.
Οι παραδόσεις αρκετές γύρω από το μυστήριο αυτού του ναού, πηγή του οποίου είναι ένα αρχαίο εικόνισμα που φυλάσσεται στην εκκλησία του χωριού για λόγους ασφαλείας.
Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη από τις διηγήσεις, το σπήλαιο χρησιμοποιείτο σαν στάνη από έναν βοσκό. Μία από τις κατσίκες του άρχισε να σκάβει στο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το ιερό, ανακαλύπτοντας το εικόνισμα. Οι κάτοικοι αναγνώρισαν τη μορφή της Αγίας Αναστασίας και μετέφεραν την εικόνα στο χωριό. Όμως μυστηριωδώς αυτή εξαφανιζόταν από το ναό το βράδυ και εμφανίζονταν στο σπήλαιο.
Το ανεξήγητο αυτό φαινόμενο επαναλήφθηκε αρκετές φορές, έως ότου οι κάτοικοι συνειδητοποιήσουν ότι η Αγία ήθελε να ιδρυθεί στο σπήλαιο ένας ναός στη Χάρη της, την οποία διαιώνιζε η εικόνα της. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι αυτό το κομμάτι της αφήγησης με την εικόνα που επέστρεφε μυστηριωδώς στο σπήλαιο εμφανίζεται σε όλες τις παραλλαγές της ιστορίας.
Μια άλλη εκδοχή φέρει το βοσκό να έχει δει σε όραμα την Αγία, η οποία του ζήτησε να βγάλει τα αιγοπρόβατα από το σπήλαιο, λέγοντας ότι εκεί ήταν το σπίτι της, και καλώντας τον να σκάψει για να βρει την εικόνα που θα το αποδείκνυε. Το μυστήριο είναι πάντως αρκετά πυκνό, καθώς δεν υπάρχουν μαρτυρίες για λατρεία της Αγίας Αναστασίας στην περιοχή, ενώ η εικόνα δεν έχει χρονολογηθεί επακριβώς, όπως βεβαίως δεν υπάρχουν ιστορικά τεκμήρια για τη θεμελίωση της εκκλησίας. Υπάρχουν απλώς αόριστες "μνήμες" ότι η παράδοση της εύρεσης της εικόνας και ίδρυσης του σπηλαιώδους ναού ανάγονται στη Β' Βυζαντινή Περίοδο.
Στο ναό, ο οποίος αποτέλεσε και καταφύγιο των χριστιανών από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουν καταγραφεί πολλά θαύματα, ενώ η παράδοση της γιορτής την Τρίτη του Πάσχα σχετίζεται με τους εορτασμούς για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης.
Καθώς πάντα γινόταν μεγάλο πανηγύρι στην περιοχή και άναβαν οι φούρνοι, οι κάτοικοι του Καινούργιου Χωριού τιμούσαν και την Αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια, το όνομα της οποίας παραπέμπει και στην Ανάσταση. Επίσης το Πάσχα ήταν και η καλύτερη χρονικά περίοδος, καθώς το χειμώνα, όταν είναι η γιορτή της, στις 22 Δεκεμβρίου, συχνά το φαράγγι ήταν αδιάβατο εξαιτίας ενός ποταμιού που περνάει από εκεί.
Ο βίος της Αγίας Αναστασίας
Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια γεννήθηκε από μητέρα χριστιανή και πατέρα ειδωλολάτρη με ισχυρή επιρροή στη Ρώμη του 3ου μ.Χ. αιώνα. Βαπτίστηκε χριστιανή και, παρά τη θέλησή της, παντρεύτηκε το Ρωμαίο εθνικό Πόπλιο. Ο αιφνίδιος θάνατος του συζύγου της έδωσε την ευκαιρία στην Αγία Αναστασία να αρχίσει την πλούσια φιλανθρωπική της δράση, η οποία επεκτάθηκε μέχρι τη Μέση Ανατολή, ενώ σημαντική ήταν η παρουσία της στη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησε επί των Διωγμών του Διοκλητιανού διά πυράς στις 22 Δεκεμβρίου του 303 - ή 304 κατά άλλες πηγές - στη Θεσσαλονίκη, τη Ρώμη ή το Σίρμιο, την αρχαία Πανονία, κοντά στη σημερινή Μιτροβίτσα της Σερβίας. Το προσωνύμιο Φαρμακολύτρια παραπέμπει στα πολλά θαύματα της Αγίας με τη θεραπεία ασθενειών.
Τέσσερις θρύλοι για τον Τίμιο Σταυρό και την Κρήτη
Ο Τίμιος Σταυρός «το ζωηφόρον φυτόν» και ο «φύλαξ πάσης της οικουμένης», όπως τον αποκαλεί η Εκκλησία μας είναι το ιερότερο σύμβολο της χριστιανικής θρησκείας. Oλοι οι Χριστιανοί τον τιμούν με πολλούς και ποικίλους τρόπους και είναι γνωστή η έκφραση «όποιος κάνει το σταυρό του όπλο έχει στο πλευρό του».
O κρητικός λαός πιστεύει ότι τουλάχιστο μια φορά το χρόνο, την ημέρα της χάρης Του, περιτρέχει κι αγιάζει ολόκληρο το νησί μας. Την πίστη αυτή διασώζουν οι παρακάτω τέσσερις θρύλοι:
• Το 312 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος που επονομάστηκε Μέγας και αναγνωρίστηκε Aγιος από την Ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία, κινήθηκε με το στρατό του να γίνει κύριος όλης της τότε ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Oπως αναφέρεται, πριν από την αποφασιστική μάχη, είδε σε όραμα το χριστιανικό σύμπλεγμα Χ Ρ σε ανάπτυξη σταυρού με τη φράση «εν τούτω νίκα». Ένας βιογράφος του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρει ότι μετά το συγκλονιστικό αυτό γεγονός κάλεσε τους χρυσοχόους, που ακολουθούσαν το στράτευμα, και τους είπε: «Θέλω να μου φτιάξετε από καθαρό χρυσάφι ένα σταυρό. Να έτσι» και με το χέρι του ζωγράφισε σε κερί ένα σταυρό. Το σταυρό αυτό, όπως λέει ο θρύλος, «ο Μέγας Κωνσταντίνος τον είχε πάντα μαζί του και με τη δύναμή του κέρδιζε όλους τους πολέμους κατά των απίστων. Το ίδιο έκαναν και οι διάδοχοί του ώσπου ένας απ’ αυτούς έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος και τον αφιέρωσε στην Ιερά Μονή του Βατοπεδίου όπου βρισκόταν μέχρι την εποχή που οι Σαρακηνοί της Κρήτης έκαναν επιδρομή λεηλάτησαν τη μονή αυτή και μετέφεραν στην Κρήτη πολλούς μοναχούς της ως σκλάβους. Ανάμεσα στους σκλάβους αυτούς ήταν και ο Βατοπεδινός Βηματάρης που είχε κρύψει μέσα στο στήθος του τον πολύτιμο σταυρό του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Λίγο πριν τον φορτώσουν στο καράβι οι Σαρακηνοί για να τον μεταφέρουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, για να μην πέσει στα χέρια τους ο Τίμιος Σταυρός τον έβγαλε απ’ το στήθος του τον σήκωσε ψηλά και τον άφησε. Τότε ο σταυρός άρχισε ν’ ανεβαίνει, ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό ώσπου κόπηκε στα δυο. Το μεγαλύτερο μέρος που αποτελούνταν από τις τρεις κεραίες του σταυρού κατευθύνθηκε και σταμάτησε στον Κόφινα (την ψηλότερη κορυφή της οροσειράς των Αστερουσίων). Το δε μικρότερο μέρος που αποτελούνταν από τη δεξιά μόνο κεραία πήγε στην κορυφή του Ψηλορείτη».
Έκτοτε στον Κόφινα τιμάται ένας Τίμιος Σταυρός με τρεις κεραίες και είναι γνωστός ως “Τριχάχαλος”. Κάθε χρόνο τη νύχτα 13 προς 14 Σεπτεμβρίου ο Τριχάχαλος Σταυρός ανεβαίνει στον ουρανό και αφού σταματήσει για λίγο πάνω απ’ τον Κόφινα αρχίζει σιγά-σιγά να κινείται προς τον Ψηλορείτη. Την ίδια στιγμή ξεκινάει και απ’ τον Ψηλορείτη το τέταρτο “Χαχάλι” και προχωρεί προς τον Κόφινα. Κάποια στιγμή τα δυο τμήματα συναντιούνται στη μέση της διαδρομής, ενώνονται για λίγο κι έπειτα επιστρέφουν στις θέσεις τους…
• Η παράδοση όμως για το τμήμα του Σταυρού που πήγε και παραμένει στον Ψηλορείτη το “Μονοχάχαλο” δηλαδή, διασώζεται μ’ έναν εξ’ ίσου γοητευτικό θρύλο που δηλώνει καθαρά ότι όταν στις 13 με 14 Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο κινείται στον ουρανό της Κρήτης δεν παρουσιάζεται Σταυρός, αλλά μια «φωθιά μεγάλη σαν το μεσοδόκι» που υπενθυμίζει το ένα Χαχάλι:
«Απού τσοι παλαιϊνούς μας τώχουμε γροικιμένο τουτονά, πως ο Τίμιος Σταυρός όντεν είναι τση χάρης του φεύγει απ’ οσπέρας από τον Ψηλορείτη και πηαίνει στον Κουλούκονα. Μα ποιος άξιος να τονε δει. Φαίνεται λέει μια φωθιά μεγάλη σαν το μεσοδόκι να σκίζει τον ουρανό και αυτός είναι ο Τίμιος Σταυρός μα δε βαστά πολληώρα. Ό,τι προφτάξης και του γυρέψεις την ώρα που φαίνεται σου το δίδει η χάρη ντου…»
• Υπάρχει όμως και μια τρίτη εκδοχή για το Σταυρό του Ψηλορείτη. Την έχει καταγράψει ο μεγάλος λαογράφος της Κρήτης, Παύλος Βλαστός, το 1894, την εποχή δηλαδή που η Κρήτη ήταν κάτω από την τούρκικη σκλαβιά.
Ο Βλαστός που είχε ακούσει το θρύλο από ένα γέροντα ασκητή, αποφάσισε να ξαγρυπνήσει και να μη ζητήσει τίποτε άλλο παρά την απελευθέρωση της τότε σκλαβωμένης πατρίδας. Το τι έγινε μας το λέει ποιητικά:
«Παραμονή ήτο του Σταυρού που βγήκα σε κορφάλι
και νύχτα, χασοφεγγαριά μ’ αστροφεγγιά μεγάλη.
Να ιδώ τον Τίμιο Σταυρό, να τονε προσκυνήσω,
μια χάρη με ευλάβεια θέλω να του ζητήσω.
Από ένα γέροντ’ ασκητή άκουσα να διηγάται
“Που ιδή Σταυρό στον ουρανό καλότυχος λογάται
Στου Ψηλορείτη την κορφή όπου ν’ η εκκλησία
από κει μέσα ξεκινά με τόση παρρησία.
Κι η νύχτα, ημέρα γίνεται, τον ουρανό αναδεύγει,
κ’ εις τση Μαδάρες τω Σφακιώ πάει και βασιλεύγει.
Ό,τι ζητήξεις δίδει σου κι όλα τα πάθη γειαίνει,
και σαν αστέρι χύνεται, σαν αστραπή διαβαίνει,
Παράκληση και προσευχή βγήκα κι εγώ να κάμω
πλούτη και δόξες δε ζητώ, χαραίς μηδέ και γάμο
γιατί αυτά εις τη σκλαβιά ποτέ δεν ωφελούνε,
ξανάστροφα γυρίζουνε και βάσανα γενούνε.
Κι απής εβγήκα στο βιγλί στο δροσερό αεράκι
Καθίζω να ξεκουραστώ επάνω στο χαράκι.
…………………………………………….
Τα φανταξά δεν σκιάζομαι, τους ζωντανούς ντηρούμαι
χωσιά των Τουρκοκρητικών, αυτή μόνο φοβούμαι
Μα ξάφνου βλέπω στην κορφή του Γεροψηλορείτη
σαν ήλιος ν’ αχτινοβολά και φέγγει ούλ’ η Κρήτη.
Θωρώ τη στρογγυλή κορφή όπου τα’ αστέρια φτάνει
Στο κκλησιδάκι του Σταυρού, Χρυσός Σταυρός εφάνει
Ο κόσμος όλος έφεξε με του Σταυρού τη λάψη,
Τρομάσσω σαν αμαρτωλός μην τύχη και με κάψει.
Θαμπώνουνται τα μάθια μου!… δειλιώ!… Σταυροκοπούμαι
Μικρόψυχος ευρέθηκα! Και σήμερο λυπούμαι!
Διαβαίνει τα ουράνια… χαρά Θεού και δόξα,
Μα εγώ που λίγον έλλειψε να καταπιώ τη γλώσσα
Η δύναμις μου εκόπηκε, το θάρρος λιγοστεύει,
κι ο νους μ’ από την κεφαλή επέταξε και φεύγει.
Γκαρδιώνομαι κι αντρεύγωμαι… μ’ άργησα ο καϋμένος
Μακρυά ς τα όρη τω Σφακιώ ήτον απογερμένος…”».
• Σ’ έναν τέταρτο θρύλο, που προέρχεται από το χωριό Καλοχωραφίτης του νομού Ηρακλείου, ο Τίμιος Σταυρός την παραμονή της χάρης του ξεκινά από τα Ιεροσόλυμα, περνά από τον Κόφινα, φτάνει στη Σανίδα (ένα λόφο του Καλοχωραφίτη), μετά πηγαίνει στον Κάρταλλο (άλλο λόφο του ίδιου χωριού) και καταλήγει στην κορυφή του Ψηλορείτη. Πολλοί κάτοικοι εκείνου του χωριού, είτε ανέβαιναν στον Ψηλορείτη (κάνοντας ένα ταξίδι δυο ημερών) είτε πήγαιναν στα υψώματα Κάρταλλος και Σανίδα, όπου ξαγρυπνούσαν για να τον δουν. Οπως έλεγαν όμως οι κάτοικοι της περιοχής, το Σταυρό τον έβλεπαν μόνο οι καλοί Χριστιανοί…
Σύμφωνα μ’ αυτούς τους θρύλους η Κρήτη ολόκληρη βρίσκεται κάτω από τη σκέπη και την ευλογία του Τίμιου Σταυρού, αφού την διατρέχει και φυσικά την αγιάζει, με το πέρασμά του, τουλάχιστο μια φορά το χρόνο.
Η Τριμαρτυρη- Χανιά
Η Τριμάρτυρη, ο καθεδρικός ναός των Χανίων, γιορτάζει στις 21 του Νοέμβρη κάθε χρόνο. Ο κόσμος έρχεται και δείχνει την ευλάβεια και την πίστη του. Σκύβει κι ασπάζεται τη μικρή ασημοσκεπασμένη εικόνα, που βρίσκεται στο προσκυνητάρι, αριστερά όπως μπαίνομε από την κεντρική πόρτα κι ανάβει κερί. Πολλοί, που ξέρουν για την εικόνα, διηγούνται την ιστορία και τα παθήματα της. Λένε, πως κάποτε την πήγαν σε ζωγράφο να ζωντανέψει τα ξεθωριασμένα απ’ την πολυκαιρία χρώματά της, μ’ αυτή έφυγε την ίδια νύχια, γύρισε στο μέρος ακριβώς που την είχαν πριν και ταυτόχρονα παρουσιάστηκε στον ύπνο εκείνου που την είχε πάρει και τη φύλαγε και του παράγγειλε: «μπαντανάδες δε θέλω…» . Λένε κι άλλα πολλά. Ας τα βάλομε όμως σε μια σειρά: Το 1645 που τουρκοπατήθηκαν τα Χανιά, στη θέση που σήμερα υψώνεται η Τριμάρτυρη ήταν και τότε ναός χριστιανικός που οι Τούρκοι τον έκαμαν σαπουναριό. Πέταξαν όλα όσα θύμιζαν την προηγούμενη μορφή του χώρου κι έφεραν καζάνια, λάδια, αλάτι κι όλα όσα χρειάζονταν να γίνει το σαπούνι! Ομως το χτήριο δεν έπαψε να θεωρείται χώρος ιερός, ακόμη κι απ’ τους Τούρκους. Βέβαια, σταμάτησαν οι όρθροι και οι λειτουργίες· δεν ακούγονταν ύμνοι και ψαλμοί και δεν καιγόταν θυμίαμα. Αλλά και τι μ’ αυτό; Η εικόνα της Παναγίας έμενε πάντα εκεί στη θέση της κι υπήρχε άσβηστο μπροστά της το καντήλι. Σε τούτο το σαπουναριό γίνονταν κι άλλα περίεργα. Το σαπούνι που έφτιαχναν δεν ήταν καλό. Ό,τι κι αν έκαναν δεν ψηνόταν, όπως έπρεπε. Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες έφερναν τον ένα τεχνίτη ύστερ’ από τον άλλο, αλλά το αποτέλεσμα έμενε το ίδιο. Το σαπούνι δεν πετύχαινε. Και να ήταν μόνο το σαπούνι; Οι γειτόνοι δεν έπαυαν να διηγούνται πως έβλεπαν ένα φως να τριγυρίζει στη σκεπή τις νύχτες, άκουγαν παράξενους νυχτερινούς θορύβους, το παιδί του ιδιοκτήτη έπεσε στο πηγάδι και σώθηκε θαυματουργικά, έβλεπαν παράξενα όνειρα κι άλλα πολλά. Ο ίδιος, μάλιστα, ο τεχνίτης του σαπουναριού, μια νύχτα, λέει, είδε μια μαυροφόρα στον ύπνο του και του ’πε: «Εγώ το σπίτι μου δεν θέλω να είναι σαπουναριό. Δε σε πειράζω, αλλά να φύγεις» Ο τεχνίτης φοβήθηκε κι έφυγε, παίρνοντας όμως μαζί του και την εικόνα. Στο μεταξύ ο ιδιοκτήτης του σαπουναριού γίνηκε πρωθυπουργός της Τουρκίας και η χριστιανική Κοινότητα Χανίων τού ζήτησε την άδεια να χτίσει ναό, γιατί οι “Αγιοι Ανάργυροι” δε χωρούσαν τους χριστιανούς της πόλης. Ο Σουλτάνος, που σ’ αυτόν έφτασε η αίτηση, έδωσε την άδεια μαζί με μια δωρεά από 100.000 γρόσια και ο πρωθυπουργός, από ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία του γιου του, χάρισε το σαπουναριό μαζί με 30.000 γρόσια. Το νέο κυκλοφόρησε αμέσως κι η χαρά του κόσμου ήταν απερίγραπτη.
Ο τεχνίτης του σαπουνιού, που είχε πάρει την εικόνα μαζί του, όταν έφυγε, μόλις έμαθε πως το σαπουναριό θα γινόταν ναός, την πήρε και την πηγε σε ζωγράφο να την περιποιηθεί. Μα, όπως είπαμε, την ίδια νύχτα η εικόνα γύρισε στο σπίτι του και ταυτόχρονα του παρουσιάστηκε στον ύπνο, λέγοντας του: «μπαντανάδες δε θέλω». Στο μεταξύ, το έργο για το χτίσιμο του ναού είχε αρχίσει. Ετσι ο τεχνίτης πήρε την εικόνα και την έφερε στα Χανιά. Στην αρχή τη φύλαξαν στους Αγίους Αναργύρους κι όταν προχώρησε κάπως το έργο, την έφεραν με πομπή και την τοποθέτησαν στον τοίχο της πρόσοψης. Η ανέγερση του ναού προχωρούσε γοργά, η μια δωρεά διαδεχόταν την άλλη και το 1860 ο ναός ήταν έτοιμος μαζί με το καμπαναριό. Η καμπάνα τοποθετήθηκε κι ο ήχος της απλώθηκε στην πόλη. Καλούσε τους χριστιανούς σε προσκύνημα και σε ζωντάνεμα μνήμης. Οι Τούρκοι αντέδρασαν αμέσως και κατάφεραν να την κατεβάσουν και να την κρύψουν. Ευτυχώς, όχι για πολύ. Ενας χριστιανός τη βρήκε, ανέβηκε τη νύχτα οτο καμπαναριό, την κρέμασε και το ξημέραιμα ο ήχος της ξύπνησε τους Χανιώτες. Ο ίδιος ήχος διαλάλησε αργότερα τον ερχομό της λευτεριάς και συνεχίζει ως τα σήμερα… Ετσι γίνηκε η Τριμάρτυρη. Ενα στολίδι των Χανιών που δέθηκε μ’ όλα τα μεγάλα και τ’ αξιομνημόνευτα του τόπου γεγονότα. Ποιητικά το παρουσίασε ο Αντωνιάδης, με το επίγραμμα που βρίσκεται στην πρόσοψη της: «Της θεομήτορος ναόν, ω διάβατα, βλέπεις, ον τέκνα ωκοδόμησαν πιστά της εκκλησίας προσφεύγοντα πτηνά δειλά εν μέσω τρικυμίας υπό αυτήν την πτέρυγα της ουρανίας σκέπης!». Και κάθε χρόνο στις 21 του Νοέμβρη, που γιορτάζει η χάρη Της, οι Χανιώτες ασπάζονται τη μικρή ασημοσκεπασμένη εικόνα Της, δείχνοντας, έτσι, την πίστη και την ευλάβεια τους. Ταυτόχρονα, όμως, τιμούν την ιστορία του τόπου, τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων, που μοιάζουν τόσο απίστευτα, ώστε γίνηκαν θρύλοι…
ΠΗΓΗ:(Bασίλη Γ. Χαρωνίτη, “Η Τριμάρτυρη” από το βιβλίο “Η Κρήτη των θρύλων”, εκδ. “Σμυρνιωτάκης”)
ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ
Το «Φάλι της Κρήτης »
Στην είσοδο του χωριού δίπλα στον κεντρικό δρόμο, που οδηγεί από το Ηράκλειο στη Μεσαρά, βρίσκεται κτισμένος πάνω σε βράχο ο ναός του Προφήτη Ηλία. Ο βράχος αυτός ήταν διπλάσιος, αλλά χωρίστηκε στη μέση και κατέπεσε πριν από 100 περίπου χρόνια. Βρίσκεται στη μέση της Κρήτης και κατά μήκος και κατά πλάτος (φάλι της Κρήτης )
Αυτό προκύπτει από τα λεγόμενα της παρακάτω παράδοσης : ?Ξεκίνησαν δυο παπάδες ο ένας από τη Σητεία κι ο άλλος από τα Χανιά για να μοιράσουνε την Κρήτη. Αφού περπάτησαν αρκετά συναντήθηκαν στην Αγία Βαρβάρα. Κατακουρασμένοι και ιδρωμένοι, όπως ήταν από την πεζοπορία, κάθισαν να ξεκουραστούν. Τότε έβγαλε ο ένας παπάς το καλυμμαύχι του το πέταξε κατά γης και είπε: «Επαέ είναι το κέντρο της Κρήτης, επαέ είναι το φάλι της Κρήτης, επαέ βάνω κι εγώ το σύνορο».
Και το καλυμμαύχι του παπά έγινε βράχος μεγάλος, σύνορο σταθερό στην είσοδο του χωριού, που ορίζει το κέντρο της Κρήτης. Και πάνω του κτίστηκε το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, για να μην μπορέσει κανείς ποτέ να χαλάσει αυτό το σύνορο?. Αυτό λέει η παράδοση, αυτό παίρνουμε κι εμείς σαν σωστό. Είμαστε λοιπόν το «φάλι» της Κρήτης.
Το ναό του Προφήτη Ηλία ανοικοδόμησε ο κ. Αλέξ. Σακλαμπάνης κατά το έτος 1933 και από τότε κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου γίνεται πανηγύρι.
«Της Γριάς το Τυρί και ο Βότυρος»
Βόρεια του χωριού και σε απόσταση περίπου 1,5 χιλιομέτρου, υπάρχει ένας βράχος μεγάλου μεγέθους τον οποίο οι ντόπιοι κάτοικοι αποκαλούν «Βότυρο». Στην κορυφή του βράχου βρίσκεται μια πυροσιά (παραστιά). Ο βράχος αυτός είναι απρόσιτος και μόνο απ? το δυτικό μέρος μπορεί κανείς ν? ανεβεί στην κορυφή του. Όπως αναφέρει η παράδοση, στο μέρος αυτό μια γριά έβοσκε το κοπάδι της και στην κορυφή του βράχου έστηνε το καζάνι της και τυροκομούσε. Το μήνα Φλεβάρη κάποιας χρονιάς έκανε τόσες πολλές κακοκαιρίες, που η γριά είχε απηυδήσει, και στις 28, τελευταία μέρα του Φλεβάρη, είπε το εξής : « Μας φεύγεις Κουτσοφλέβαρε και θα γλιτώσομε από τα κακά που μας προξενείς κάθε μέρα ». Αλλά ο Φλεβάρης θύμωσε με τα λόγια της γριάς και ζήτησε να του δοθεί μια επιπλέον ημέρα. Αφού του δόθηκε μια μέρα παραπάνω, έκαμε τόση κακοκαιρία, που για να γλιτώσει η γριά μπήκε κάτω από το βράχο κι εκεί «τα κακάρωσε». Από τότε έμειναν τα πρόβατά της έρημα, καθώς και τα τυριά της και μεταμορφώθηκαν σε βράχους σκορπισμένους εδώ κι εκεί. Πολλοί απ? αυτούς τους βράχους, άλλοι μικροί κι άλλοι μεγάλοι, έχουν σχήμα τυριού και γι? αυτό η τοποθεσία ονομάζεται «Της γριάς το τυρί» ή «πίτες της γριάς» και ο μεγάλος βράχος «Βότυρος ».
Ναυάγιο IMPERΑTRICE 1907, ΕΛΑΦΟΝΗΣΙ
Τα νησάκια που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Μουσαγόραι νήσοι και σήμερα Πρασονήσι ή Άρτεμις και Πλακολήθρα ή Πλακουρήθρα αποτελούν ένα σύμπλεγμα χαμηλών σκοπέλων και υφάλων, ιδιαίτερα επικίνδυνους για τα διερχόμενα πλοία και προπαντός όταν επικρατεί θαλασσοταραχή.
Γι αυτό και το πέρασμα του Λαφονησιού έχει ονομαστεί «Τάφος των καραβιών!» από τους ναυτικούς. Ένα από τα μεγαλύτερα ναυάγια λοιπόν που έγιναν στην περιοχή αυτή (1907) ήταν και το ναυάγιο του Imperαtrice που αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες εκείνης της εποχής.
Η εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα της 24ης Φεβρουαρίου 1907 μεταξύ άλλων ανέφερε: ... Εικόνες τρόμου, φρίκης και αγωνίας, διηγούνται οι παρατυχόντες χωρικοί μας από το ναυάγιο της «Αυτοκράτειρας» πρώτος μεταξύ των συναθροισθέντων χωρικών εις τον τόπο του Ναυαγίου δια να δώσωσι χείρα βοηθείας εις τους ναυαγούς ως εξακριβώσαμεν παρά δύο αυτοπτών μαρτύρων ήτο ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Πλοκαμάκης. Ηγούμενος της Μονής Χρυσοσκαλίτισσας όστις υπήρξεν ο εξ ουρανού άγγελος δια τους ναυαγούς. Αυτός διηύθηνε τους προθύμους χωρικούς πως να έρχονται βοηθοί καταλληλότερον. Αυτός ίδρυσε μετά της χωροφυλακής εις το Λαφονήσι πρόχειρον σταθμόν των πρώτων βοηθειών.Αυτό δεν ησύχασεν επί δύο ημέρες και νύχτες σώζων περιθάλπων τους ναυαγούς.
Πρώτος αυτός έδωσε το παράδειγμα της αυταπαρνήσεως ριφθείς εις τα λυσσώδη κύματα και διασώσας τρεις τον ένα μετά τον άλλον εκ των πρώτων ναυαγών την πρώτην ημέραν του ναυαγίου.Αυτός διέταξεν και μετέφεραν ξύλα, οίνον, τροφήν, συνδόνας, κουβέρτας, σχοινία και παν ότι ευρίσκεται εις την Μονήν προς διάσωσιν και περίθαλψιν των εξαντλημένων ναυαγών.
Εν μία λέξιν πάνες ομολόγουν ότι εκ των 32 ναυαγών οίτινες περισυλλέγησαν εις την Μονήν του, αδύνατον ήτο να υπιζήσωσιν ούτε δέκα άνευ του Αρχιμανδρίτου, ο οποίος υπήρξε αληθώς ο Σωτήρ πάντω, όσων εσώθησαν εκ των ζητησάντων προς της αφίξεως του πολεμικού να σωθώσι ριπτόμενοι εις την θάλασσαν την Παρασκευήν ή επέβησαν της προχείρου σχεδίας ην εσχημάτισαν εκ του πλοίου το Σάββατον.
Το πρωχόν μοναστήριο του Αρχιμανδρίτου ερημώθη εκ της θυσίας εις ήν επιβλήθη εις τροφάς και ενδύματα. Και αυτός τους τσουμπέδες του διέθεσεν ο αληθής ούτος ιερεύς του Υψίστου.Η γενναιότητης και η προσωπική αυτοθυσία του Ηγουμένου, εχρησίμευσεν ως παράδειγμα και έθηκεν υπό τας διαταγάς τους πάντας τους υπέρ εκατόν συνανθροισθέντες χωρικούς εκ των πέριξ.
Και πρώτον περισυνέλεξεν δώδεκα εκ των 50 πρώτων οίτινες είχον επιβεί λέμβων αίτινες είχον ναυαγήσει εις τους βράχους της νησίδας Λαφονήσι. Τούτους αφού εθέρμανε διά μεγάλης πυράς ην ήναψε επί της νησίδος και ήτις δεν έσβησε μέχρι της Κυριακής πρωί αφού τους επανέφερε δι εντριβών με οίνον θερμόν.
Μεταξύ αυτών που βοήθησαν για την σωτηρία των ναυαγών αναφέρεται και ο Παν. Μοτάκης για τον οποίον η ίδια εφημερίδα αναφέρει :
….έναν άριστον κολυμπητήν τον Παν.Μοτάκην ώστε λησμονών τέσσερα μικρά τέκνα και την σύζυγον του ερρίφθη γυμνός εις την θάλασσαν κρατών την άκραν του σχοινιού. Κατ’ ευτυχίαν και αυτού και των επι της σχεδίας κατόρθωσαν ν’ αναβή επι αυτής και να την προσδέσει δια του σχοινιού……
Ο Μοτάκης εξελθών ημείφθη με δέκα δραχμάς για την αυταπάρνησιν του, υπο ενός μικρεμπόρου εντοπίου καλουμένου Γ.Γαλαντωμάκης όστις προσέφερεν και σάκκον αλεύρου προς κατασκευήν άρτου δια τους ναυαγούς.
Μετά το μεγάλο ναυάγιο του υπερωκεανίου Imperetrice το 1907 στο οποίο πνίγηκαν 300 άνθρωποι και θάφτηκαν ομαδικά στο νησί, τοποθετήθηκε φάρος που λειτουργούσε με πετρέλαιο. Ο φάρος εκείνος ήταν αρκετά ψηλός με εσωτερική πέτρινη σκάλα που αριθμούσε 132 σκαλοπάτια και 12 σιδερένια. (Δυστυχώς ο φάρος ανατινάχτηκε από τους ναζί επειδή υπήρχε εκεί από το 1937 ασύρματος).
Δίπλα του χτίστηκαν καταλύματα των φαροφυλάκων με φούρνο και δεξαμενή συγκέντρωσης του νερού. Δυστυχώς, τότε προκειμένου να ψηθεί ο ασβέστης που χρειαζόταν για το χτίσιμο, με άδεια του τότε δημάρχου Κούνενι (Βάθης) κόπηκαν όλοι οι κέδροι και τα άλλα δέντρα του νησιού.
Ο φάρος εκείνος ήταν ένα μηχάνημα με μία λάμπα από απλό γυαλί ή και με ένα ειδικό αμίαντο πυράκτωσης. Μία σιδερένια πλάκα γύριζε το φωτιστικό μηχανισμό που η ταχύτητά του ρυθμιζόταν με βάρη για κάθε 24ωρο. Ένας μηχανισμός δηλαδή παρόμοιος με τα παλιά ρολόγια του τοίχου.
Ο ανεφοδιασμός του με πετρέλαιο και άλλα απαραίτητα εφόδια γινόταν μία φορά ετησίως και πάντοτε τους καλοκαιρινούς μήνες, που οι καιροί ήταν ευνοϊκοί, με το «πλοίο των Φάρων», του τότε Βασιλικού Ναυτικού «Ωρίων», το οποίο είχε μετασκευαστεί ειδικά γι αυτό το σκοπό .
πηγή : http://sadentrepese.blogspot.com/
Η Κίσαμος και τα 12 Αρχοντόπουλα
Ο Τριβάν στα περίφημα χρονικά του στις σελ. 6-7 μας δίνει μια ευχάριστη ιστορία για τα 12 αρχοντόπουλα, που την συνδυάζει μάλιστα για ετυμολογήσει και πως προήλθε η ονομασία της Κισάμου:
…Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός έστειλε το 1182 μ.Χ τον υιό του Ισαάκιο με δώδεκα αρχοντόπουλα και άλλους αποίκους στην Κρήτη για να καταλάβουν τους επαναστάτες (η ιστορία αναφέρει ότι την περίοδο αυτή έγινε μια επανάσταση από τον δούκα Καρύκη που σκοτώθηκε μάλιστα στην στάση που προετοίμαζε). Ο στόλος αποτελούνταν από 101 γαλέρες και προσορμίστηκε στο λιμάνι του Μαύρου Μώλους. Αφού αποβιβάστηκαν και ξεφόρτωσαν όλα τα πολεμοφόδια, ο Ισαάκιος διέταξε να κάψουν τα πλοία εκτός από μια γαλέρα που έστειλε πίσω στην Πόλη, και θα ανάγγειλε στον πατέρα του ότι έφτασαν στην Κρήτη με το συνθηματικό : εγγίξαμε= φτάσαμε. Από τότε η περιοχή ονομάστηκε Κίσαμος.
Η αλήθεια βέβαια σχετικά με το όνομα είναι μακριά, και μάλλον πρόκειται για μια απλή ιστοριούλα. Το όνομα της Κισάμου είναι προελληνικό.
Όμως τα 12 αρχοντόπουλα αποβιβάστηκαν στην Κίσαμο, οι περισσότεροι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό μιλούν και γράφουν για μια καθαρά εγκατάσταση αποίκων (ποιος άλλωστε ο λόγος να κάψουν τα πλοία τους) με σκοπό να αποτελέσουν ισχυρό έρεισμα αυτοκρατορικής εξουσίας (Βυζαντινής) στο νησί, και αυτό μάλλον είναι και το σωστό.
Τα αρχοντόπουλα λοιπόν που ήλθαν στο παλιό λιμάνι μας είχαν τα ακόλουθα επώνυμα :
Φωκάς, Σκορδίλης, Γαβαλάς, Καλαφάτης, Αρκολέος, Χορτάτζης, Μουσούρος, Βαρούχας, Μελισσηνός, Λίτινας, Αργυρόπουλος, και Βλαστός. Πολλά από τα επώνυμα επιβιώνουν ακόμα και σήμερα αυτούσια ή με μικρές παραλλαγές, σε όλη την Κρήτη ακόμα και στην Κίσαμο. Βαρουχάκης-Καλαφατάκης-Μελισσιανός-Λιτινάκης-Βλαστάκης, Σκορδιλάκης κ.α.π
Όλους αυτούς που η ιστορία τους ονομάζει «δυνατούς» αγωνίστηκαν μετά την εγκατάσταση τους εναντίον των Βενετών για να κατοχυρώσουν τα προνόμια τους και να διατηρήσουν τους τίτλους ευγενείας τους επικαλούμενοι την καταγωγή τους, υπογράφοντας μάλιστα σε πολλά επίσημα έγγραφα, σαν παλιές βυζαντινές κρητικές οικογένειες.
Βέβαια κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να στηρίξει όλη την ιστορία αυτή και αν πρόκειται για μια πραγματικότητα ή είναι ένας ακόμη μεσαιωνικός θρύλος, το σίγουρο όμως είναι ότι σε αρκετές από αυτές τις οικογένειες επί βασιλείας του Κομνηνού Α΄τους παραχωρήθηκαν τεράστιες εκτάσεις στην Κρήτη για τις μεγάλες στρατιωτικές και πολιτικές υπηρεσίες τους.
πηγή : http://sadentrepese.blogspot.com/
Βουλισμένο Αλώνι
Λίγο πιο πέρα απ' τους «Κουμπέδες» Ηρακλείου, στους πρόποδες του Στρούμπουλα, δίπλα στον παλιό εθνικό δρόμο, στο 14ο χιλιόμετρο προς το Ρέθυμνο, υπάρχει ένα μεγάλο κυκλικό βύθισμα γνωστό με την ονομασία το «Βουλισμένο αλώνι».
Το ασυνήθιστο τούτο βύθισμα προκαλούσε πάντα τη δικαιολογημένη περιέργεια των περαστικών, γιατί ο τόπος γύρω είναι τραχύς, σχεδόν αφιλόξενος, όλο πέτρες σκληρές και χώμα λίγο. Πότε, λοιπόν, αναρωτιόνταν, και για ποιο λόγο βούλιαξε αυτό το κυκλικό κομμάτι του εδάφους; Και τ' όνομα του έχει καμιά σχέση με ό,τι εκφράζει η λέξη ή μήπως οφείλεται μονάχα στο σχήμα του; Οι ειδικοί λένε πως πρόκειται για «δολίνη» που σχηματίστηκε από «κατάρρευση υπόγειου σπηλαίου κατά το τεταρτογενές», μα οι άνθρωποι των γύρω περιοχών υποστηρίζουν ότι πραγματικά σ' αυτό το μέρος υπήρχε κανονικό αλώνι που χάθηκε με τον αφέντη του.
Εκείνο το αλώνι άνθρωπος δεν το είδε, μα η παράδοση δεν επιτρέπει αμφιβολίες. Ας την ξαναζωντανέψαμε: Σε καιρούς περασμένους η Κρήτη, χάρη στην εργατικότητα των ανθρώπων της, ήταν ένα καταπράσινο περιβόλι. Κι εκεί ακόμη που σήμερα λογής-λογής αγκάθια και θάμνοι αγριεύουν τον τόπο, τότε η φιλοπονία των Κρητικών έκανε τη γης να παράγει όλα τα καλά του θεού. Όσοι περιδιαβαίνουνε την Κρητική ύπαιθρο βλέπουν και σήμερα, εδώ κι εκεί, αλώνια καταμόναχα σ' ερημικές τοποθεσίες, σχεδόν ξεθεμελιωμένα, γεμάτα χόρτα και χώματα, μα είναι βέβαιο ότι σε άλλες εποχές και ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, παρουσίαζαν εντελώς άλλη εικόνα.
Ένα τέτοιο μεγάλο αλώνι βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το κυκλικό βύθισμα. Κι όπως γινόταν παντού, στην αρχή κάθε καλοκαιριού ο νοικοκύρης του ερχόταν, το καθάριζε, διόρθωνε κάθε ζημιά που είχε γίνει από την περασμένη χρονιά και μ' άλλα λόγια, το ετοίμαζε να δεχτεί την καινούργια σοδειά. Ύστερα έφερνε τα θερισμένα στάχια και οι θημωνιές φάνταζαν σαν τετράψηλοι πύργοι. Μετά αλώνιζαν και κουβαλούσαν στο σπίτι, τον καρπό για τους ανθρώπους και τ' άχερα για τα ζώα.
Μια χρονιά η σοδειά ήταν τόσο πλούσια που και τα πιο άγονα χωράφια καρποφόρησαν. Τι καρποί, θεέ μου, εκείνη τη χρονιά! Φαίνεται πως γι' αυτήν έγραψε ο Κωστής Φραγκούλης τους παρακάτω στίχους:
«Ήθελα και να πρόβαινες......... να δεις μαγεροψήματα, λινάργια μεστωμένα, κριθάργια μεσσαρίτικα και στάργια μαυραγάνια που κυματούν σα θάλασσα πλατειά στο καψοβόρι. Να δεις θερίστρες όμορφες του δραπανιού τεχνίτρες να τραγουδούν ολόδρωτες στου θέρου το λιοπύρι, το πρόσωπο ντως ν' ανομπρεί να φέγγει μεσ' στον ήλιο. Να δεις και νιους στιμονερούς και μαυρομουστακάτους, να περμαζώνουν τσ' αγκαλιές, να δένουν τα δεμάτια και λόγια ανεγνριστικά να λένε στσι θερίστρες κι αυτές να χαχαρίζουνε κι ο κόπος να ξεχνιέται. Να 'ρθεις στ' αλωνοχώραφα να δεις και να θαμάξεις σαν τσ' εκκλησές οι θεμωνιές με τα καμπαναργιά ντως.
Να πεις σπολλάτη του ζευγά και βίβα του ρεσπέρη, που δεν οκνεύγει ολοχρονίς να καλλουργά, να σπέρνει και θρέφει με τσι κόπους του και κυβερνά τσ' ανθρώπους.
Κι οντέ κινού και ζέφνουσι τα ζούμπερα στ' αλώνι και βάλουν το θολόσυρο το μαυροθαλασσίτη ν' ακούσεις γέλια και χαρές από γιαλό σ' αόρι! Κι άμα λιχνούνε τον καρπό, για χάζι να σιμώσεις πατουλιές τσ' αλωνάρηδες να δεις με το θρινάκι π' αντιφεγγίζει ολόχρυσο στον πάσα 'νους τη χέρα, παρέκει τσι νοικοκερές, συν δυο, συν τρεις στο γύρο, να κάθουνται ανεκούρκουβα το σόδι ν' ανετάσσουν, με τα βολιστροκόσκινα, που λες φανίστηκέ σον, πως βολιστρίζουν μάλαμα, κι ασήμι κοσκινούνε. Κι απήτις ξεβγοδώσουνε, σειρά στσ' ακρογιαλίσκους, σκυφτοί, θεοσεβούμενοι, σαν οντέ βγάνουν τ' άγια κινούνε μικρομέγαλοι και κάνουν το σταυρό ντως, άπου τα βλόησε ο Χριστός με τη δεξά ντον χέρα...».
Τέτοια χρονιά σαν εκείνη δεν ξανάγινε! Ο νοικοκύρης του μεγάλου αλωνιού δεν είχε ησυχία, θα προλάβαινε ν' αλωνίσει τόσα σπαρμένα; θα προλάβαινε να μεταφέρει τ' άχερα και τον καρπό στο σπίτι του; Ο καιρός ήταν καλός, μα ίσαμε πότε; Και ποιος μπορούσε να μη βιάζεται, όταν μια ξαφνική μπόρα θα κατάστρεφε τους κόπους ολόκληρης χρονιάς; Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο νοικοκύρης έ6αζε τα βόδια στ' αλώνι νωρίτερα απ' ότι συνηθιζόταν και τα σκολούσε άμα ο ήλιος χαμήλωνε στη δύση του. Να μπορούσε να 'κανε τη νύχτα μέρα...
Με τέτοια βιασύνη ξημέρωσε του προφήτη Ηλία. Μεγάλη μέρα, γιορτινή. Κανείς δεν έπρεπε να δουλεύει. Ο μεγάλος προφήτης έπρεπε να τιμηθεί. Μα ο νοικοκύρης του μεγάλου αλωνιού δεν μπορούσε να χάσει μια ολόκληρη μέρα.
— θα πάμε στ' αλώνι! Είπε στη γυναίκα και στη κόρη του με τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση.
— Τέθοια μέρα; θα μας κάψει ο άγιος! τόλμησε να ξεστομίσει η γυναίκα.
— Οι άγιοι έχουν άλλες δουλειές, ξανάπε εκείνος και τις υποχρέωσε να πάνε στ' αλώνι...
Εκείνα τα χρόνια η ζωή -γεωργική ή κτηνοτροφική- εξαρτιόταν στο μεγαλύτερο μέρος της από τις καιρικές συνθήκες. Αν ήταν ξηρασία, αν έκανε παγωνιές την άνοιξη, αν έκανε πλημμύρες κλπ. η σοδειά μπορούσε να καταστραφεί κι ο κόσμος να πεινάσει. Έτσι, οι προγονοί μας, αφού οι ίδιοι δεν μπορούσαν ν' αντιμετωπίσουν τη φύση με τις δικές τους δυνάμεις, στράφηκαν στην ανώτερη δύναμη, στο θεό. Γίνηκαν θεοφοβούμενοι, τηρούσαν με σχολαστικότητα όσα η Εκκλησία και η κοινή συνείδηση παράγγελνε κι έλπιζαν ότι μ' όλα αυτά θα είχαν την «άνω βοήθεια».
Τις «σκολάδες», δηλ. τις μεγάλες γιορτές, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να δουλεύουν, γιατί οι άγιοι δεν το 'θελαν.
Υπήρχαν όμως και κάποιες μέρες αιχμής, όπως θα τις ονομάζαμε σήμερα για τις γεωργικές εργασίες. Τέτοιες ήσαν οι μέρες του θέρους και του τρύγου. Οι δουλειές τότε έπρεπε να γίνουν γρήγορα, γιατί με μια ξαφνική βροχή, μπορούσαν να χαθούν οι κόποι και οι ελπίδες της χρονιάς.
Έτσι μερικοί σ' αυτές τις μέρες, δεν τηρούσαν τις θρησκευτικές αργίες, όπως το έκαναν τον υπόλοιπο καιρό.
Μα ας ξαναγυρίσουμε στην ιστορία μας: Σαν έφτασαν στ' αλώνι, ο νοικοκύρης κι η γυναίκα του έζεψαν τα βόδια, κάθισε πάνω στο θολόσυρο η μοναχοκόρη τους κι άρχισαν ν' αλωνίζουν. Η φωνή της τραγουδιστή αντήχησε τριγύρω
«Γύρω γεια τωνε κι όλα τ' άχερα δικά ντωνε...».
Εκείνοι έβαζαν δεμάτια κι ανασήκωναν τα στάχια. Τριγύρω δεν φαινότανε κανείς.
— Τέθοια μέρα να δουλεύομε! ψιθύρισε η γυναίκα με συντριβή.
«Γύρω γεια τωνε κι όλα τ' άχερα
ξανάρχισε η κόρη, όμως προτού ολοκληρώσει το δίστιχο, φοβερός κρότος ακούστηκε. Τρομαγμένοι κοίταξαν γύρω, μα δεν πρόλαβαν να κινηθούν. Τ' αλώνι Βούλιαξε παίρνοντας τους, ανθρώπους και ζώα, στ' άπατα βάθη της γης! Ο προφήτης τιμώρησε σκληρά αυτούς που δεν σεβάστηκαν τη μέρα του! Μερικοί λένε πως ο νοικοκύρης τ' αλωνιού ήταν παπάς και δεν λειτούργησε την άγια μέρα, μόνο έτρεξε στ' αλώνι... Ποιος ξέρει!,..
Κάθε χρονιά, στις 20 Ιουλίου ακούγονται καθαρά το τρίξιμο που κάνουν τα στάχυα, καθώς ανακατεύονται από το νοικοκύρη και τη γυναίκα του και το τραγούδι της κόρης «γύρω γεια τωνε...... Αν δεν τ' ακούσετε, όσοι πάτε, μπορεί να φταίει ο ήχος από τα λογής λογής τροχοφόρα που χάλασαν τους παλιούς ήχους κι έδιωξαν όλα όσα οι θρύλοι έφερναν στην καρδιά και στ' αυτιά των ανθρώπων. Μπορεί ακόμη κι η ίδια η καρδιά μας να μην είναι άξια ν' ακούσει τις μυστικές φωνές των θρύλων
"Η Κρήτη των Θρύλων"
Χαρωνίτης Βασίλειος
Εκδ. "Σμυρνιωτάκη".
Η Παναγία στο Χάρακα
Oσοι ταξιδεύουν από τα Χανιά προς το Ηράκλειο ή αντίθετα, παρατηρούν μια περιτειχισμένη μικρή εκκλησούλα δίπλα στον εθνικό δρόμο, 2 χιλιόμετρα ύστερα από το Μπαλί. Μια πινακίδα με την επιγραφή «Προσκύνημα Παναγίας, Χάρακα» κάνει γνωστή την ταυτότητα της. Μια χαρουπιά μέσα στην περιποιημένη αυλή και μερικές άλλες ανάμεσα στους θάμνους που σκεπάζουν τη βορινή πλευρά, χαρίζουν σκιά το καλοκαίρι. Από τη νοτική πλευρά η εικόνα συμπληρώνεται με λίγες ελιές και κάμποσες χαρουπιές.
Πολλοί σταματούν σ' εκείνη την όαση. Άλλοι από ευσέβεια κι άλλοι από περιέργεια. Μπαίνουν στο ναΐσκο, σκύβουν μπροστά στις ασκητικές μορφές που είναι στα εικονίσματα κι ύστερα βγαίνουν έξω, κάθονται στα γύρω πεζούλια, αγναντεύοντας τη θάλασσα που απλώνεται λίγο πιο κάτω. Μερικοί δροσίζονται στα νερά της, άλλοι ξεδιψάζουν από το νερό της στέρνας που υπάρχει στην εκκλησούλα κι ύστερα ξεκούραστοι συνεχίζουν το ταξίδι τους αφήνοντας το εκκλησάκι στη μοναξιά του.
Τούτη η μοναξιά ήταν πιο έντονη στα περασμένα χρόνια. Τότε δρόμος δεν υπήρχε, άνθρωποι σπάνια περνούσαν απ' εκεί - κανείς βοσκός ή κανείς οδοιπόρος από το Μπαλί στις Σίσες ή αντίθετα και το τοπίο ήταν πραγματικά «ερημικό, απρόσιτο, απομονωμένο». Έτσι το εκκλησάκι έπαιρνε μιαν άλλη υπόσταση που με τον πολυσύχναστο δρόμο σήμερα έπαψε να υπάρχει. Τώρα, όπως γράφει ο Μιχ. Παπαδάκης σε μια μελέτη του για τα μνημεία της περιοχής «... η ποίησις, η ρομαντικότητα, η μυστικοπάθεια κι ο στοχασμός που καταλάμβαναν τον επισκέπτη στο αντίκρισμα του, αντικαταστάθηκαν από θορύβους...».
Κάθε Δεκαπενταύγουστο η εικόνα που περιγράψαμε αλλάζει. Τότε ο τόπος γύρω από το ναό παίρνει ένα ιδιαίτερο χρώμα, μια ξεχωριστή ζωντάνια. Άνθρωποι, οικογένειες ολόκληρες από τα γύρω χωριά, τον Εξάντη, το Μελι-δόνι, ακόμη κι από το Πέραμα, έρχονται, διαλέγουν από μια χαρουπιά, φτιάχνουν κάτω απ' τα κλαδιά τους καλύβες και μένουν εκεί 15 μέρες. Ολόκληρο το Δεκαπενταύγουστο. Αφήνουν τις βιοτικές μέριμνες, τ' αμπέλια, τους κήπους, την καθημερινή βιοπάλη, τις μικρότητες της ζωής κι έρχονται με την απλότητα της καρδιάς τους να νηστέψουν αυτές τις ημέρες, να ζήσουν κοντά σε κάτι που πιστεύουν, να ξανανιώσουν περισσότερο άνθρωποι κι ύστερα δυναμωμένοι ψυχικά να ξαναγυρίσουν στα χωριά τους...
Τούτη η συνήθεια κρατιέται από πολύ παλιά, μόνο που τότες μαζεύονταν περισσότεροι άνθρωποι και στοχάζονταν στην απόλυτη ησυχία που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια. Κι όμως και τώρα, κάθε που βραδιάζει και οι ασυνήθιστοι τούτοι κατασκηνωτές κάθονται έξω από τις καλύβες τους ή γύρω στα πεζούλια του ναού κι αγναντεύουν το πέλαγος, νομίζεις ότι ο θόρυβος τους είναι ξένος κι αδιάφορος. Αυτοί δείχνουν σαν να καρτερούν το Βυζαντινό καράβι να φανεί με την αρχόντισσα, για να τη βεβαιώσουν ότι πραγματοποίησαν την εντολή και την παράκληση της... Γι' αυτή την εντολή θα είναι ο λόγος στη συνέχεια:
Στα χρόνια, λέει, που ο Δικέφαλος Βυζαντινός αϊτός σκέπαζε με τις φτερούγες του Ανατολή και Δύση, τότες που η Κρήτη ήταν το ομορφότερο στολίδι της δοξασμένης Αυτοκρατορίας, ένα καράβι, ένας δρόμωνας, με μιαν αρχόντισσα ανοίχτηκε στο γαλανό Αιγαίο. Περνούσε ανάμεσα από τα μικρά και τα μεγάλα νησιά, την Τένεδο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, την Αμοργό μα δε σταματούσε. Σαν δελφίνι έσκιζε τα νερά, τραβώντας κατά το νοτιά, ώσπου έφτασε στο πέλαγος της Κρήτης.
Σαν έφτασε στα δικά μας νερά, άλλαξε ταχτική. Χωρίς καμιά βιασύνη άρχισε να κινείται παραλιακά. Στα μεγάλα λιμάνια, στους ήσυχους όρμους, στους απόμερους γιαλούς σταματούσε, η αρχόντισσα έβγαινε στη στεριά, χαιρόταν τις ομορφιές του νησιού κι ύστερα έμπαινε στο πλεούμενο και συνέχιζε το ταξίδι. Οι ντόπιοι, σαν έβλεπαν το καράβι στα νερά τους, κατέβαιναν στο γιαλό, παρατηρούσαν έκπληκτοι την άγνωστη γυναίκα ν' αποβιβάζεται στη στεριά, μα ύστερα την καλωσόριζαν και τη φιλοξενούσαν.
Πόσο κράτησε τούτη η περιήγηση κανείς δεν ξέρει. Κάποτε που το καράβι βρέθηκε στα νερά του Πανόρμου, κοντά στον όρμο του Μπαλί, η αρχόντισσα βγήκε πάλι στη στεριά, προχώρησε ίσαμε το μέρος που βρίσκεται σήμερα η εκκλησούλα και παρατηρούσε τριγύρω τον άγριο τόπο. Ένας βοσκός από ψηλά είδε τη γυναίκα κι ειδοποίησε τους χωρικούς και κατέβηκαν παραξενεμένοι.
Στο μεταξύ εκείνη είχε προχωρήσει αρκετά. Ένας μεγάλος βράχος, ένας Χάρακας που ξεχώριζε νοτικά της κέντρισε την περιέργεια και πήγε κοντά του. Χωρίς να έχει τίποτε το ξεχωριστό, δημιούργησε στην ψυχή της μιαν ανεξήγητη λαχτάρα κι άρχισε να τον εξερευνά και να τον εξετάζει απ' όλες τις μεριές. Καθώς παρατηρούσε μια σκισμάδα του, είδε κάτι σαν ξύλο που φεγγοβολούσε απαλά. Έσκυψε, και το τράβηξε με προσοχή κι είδε έκπληκτη ότι κρατούσε στα χέρια της την εικόνα της Κοίμησης της Παναγίας!
Την καθάρισε με συγκίνηση, την προσκύνησε με σεβασμό κι ύστερα την έδωσε και στους ντόπιους που είχαν μαζευτεί κοντά της να τη χαρούν κι εκείνοι! Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη κι αποφάσισαν να γιορτάσουν την ξεχωριστή τιμή που τους έκαμε η Παναγία. Ο βοσκός έσφαξε ένα αρνί και το 'βαλε στη σούβλα, κάποιοι άλλοι έφεραν ψωμί και κρασί κι όλοι μαζί κάτω από τη σκιά μιας χαρουπιάς έφαγαν ήπιαν και τραγούδησαν.
Ύστερα η αρχόντισσα ευχαριστημένη κι αυτή από την όμορφη σύναξη, άφησε στους ντόπιους την εικόνα μαζί με πολλά πολλά χρήματα, για να χτίσουν εκκλησία στη χάρη της Μητέρας του θεού. — Του χρόνου θα ξανάρθω. Η εκκλησία να είναι έτοιμη, για να κάμομε μαζί την πρώτη λειτουργία, τους είπε κι αποχαιρετώντας τους μπήκε στο καράβι κι έφυγε.
Σάλπαρε το καράβι και οι απλοϊκοί κάτοικοι έμειναν με την εικόνα και τα χρυσά νομίσματα. Γύρισαν στο χωριό τους αποφασισμένοι να εκτελέσουν την εντολή που πήραν. Προσωρινά άφησαν την εικόνα στην εκκλησία του χωριού τους και δίκαια μοιράστηκαν τα χρήματα, κάνοντας τη σκέψη ότι έτσι κι αλλιώς σ' αυτούς ανήκαν μια κι όλοι μαζί θα βοηθούσαν στο χτίσιμο. Τις πρώτες βδομάδες οι συζητήσεις στρέφονταν γύρω απ' αυτό το θέμα κι η μια γνώμη ακολουθούσε την άλλη. Όλοι είχαν κάτι να προτείνουν, γιατί επιθυμία τους ήταν να γίνει ένας ναός πανέμορφος και μοναδικός.
Στο μεταξύ το νέο για την εικόνα μαθεύτηκε στα κοντινά χωριά κι ευσεβείς προσκυνητές έρχονταν ομαδικά και μαζί με τ' άλλα, δυνάμωναν τις συζητήσεις για την οικοδόμηση του ναού. Μα όσο περνούσαν οι βδομάδες, οι προσκυνητές αραίωναν, οι δουλειές στο χωριό δε σταματούσαν κι οι συζητήσεις άρχισαν να λιγοστεύουν. Το ίδιο και τα χρήματα που σιγά σιγά ξοδεύτηκαν εντελώς. Ύστερα έπιασε χειμώνας και κλείστηκαν μέσα, μερικοί είπαν ότι η εικόνα ήταν καλά προφυλαγμένη στην εκκλησία τους και δε χρειαζόταν καινούργια και η υπόθεση άρχισε να ξεχνιέται.
Την άνοιξη κανείς δε θυμόταν την αρχόντισσα και την παραγγελιά της. Μόνο σαν ήρθε το καλοκαίρι και στα γαληνεμένα νερά του Κρητικού πελάγου φάνηκε το καράβι με το Δικέφαλο αϊτό, ο δρόμωνας με την αρχόντισσα, ένιωσαν την ενοχή τους, που δεν είχαν βάλει ούτε τα θεμέλια του ναού, που υποσχέθηκαν να ετοιμάσουν. Κι όχι μόνο γι' αυτό. Από τα χρήματα που τους άφησε για το σκοπό αυτό δεν είχε μείνει τίποτα. Όλα είχαν φαγωθεί...
Αποφάσισαν να ξεγελάσουν τη γυναίκα και σκηνοθέτησαν μια ψεύτικη ιστορία: Έβαλαν τον πρωτομάστορα του χωριού να ξαπλώσει σ' ένα κρεβάτι να κάνει τον πεθαμένο κι αυτοί με περίλυπο ύφος κατέβηκαν στην παραλία, όπου είχε αποβιβαστεί η βυζαντινή μεγαλοκυρά και με δάκρυα την εβεθαίωσαν ότι έπεσε θανατικό στην περιοχή κι ορφάνεψε το χωριό κι αναγκάστηκαν να ξοδέψουν τα χρήματα, που τους άφησε, στους γιατρούς κι ότι ακόμη κι ο πρωτομάστορας δε γλύτωσε το κακό. Μήνες βασανιζόταν και τώρα τον είχαν νεκρό και κείνη την ημέρα θα τον έθαβαν. Αν αμφισβητούσε τα λόγια τους, μπορούσε να πάει στο σπίτι που είχαν το λείψανο του και να το δει...
Η αρχόντισσα πείστηκε μ' όσα άκουσε. Τους μίλησε με συμπόνια και κατανόηση. Και πάλι τους άφησε πολλά πολλά χρυσά νομίσματα και την ίδια παραγγελία:
— Του χρόνου θα ξανάρθω. Η εκκλησία να είναι έτοιμη, για να κάμομε μαζί την πρώτη λειτουργία. Ύστερα γύρισε, μπήκε στο καράβι κι έφυγε...
Οι ντόπιοι έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Τα κατάφεραν! Ως του χρόνου είχε ο θεός... Έτρεξαν να το πουν στον πρωτομάστορα.
Μα όταν έφτασαν στο σπίτι και μπήκαν στο δωμάτιο όπου ήταν το κρεβάτι του, τον είδαν ακίνητο σαν άγαλμα. Ήταν στ' αλήθεια νεκρός!..
Φόβος απερίγραπτος τους κυρίεψε, γιατί στο θάνατο του πρωτομάστορα είδαν τη δίκαιη θεϊκή τιμωρία. Και, γι' αυτό, χωρίς καθυστέρηση κατέβηκαν στην παραλία κι έχτισαν το εκκλησάκι που, ανακαινισμένο, σώζεται ίσαμε σήμερα.
Σιγά σιγά χτίστηκαν γύρω κι άλλα οικοδομήματα, κελιά, αποθήκες, άλλοι βοηθητικοί χώροι, φυτεύτηκαν μερικές ελιές κι όλα μαζί, αν και ερειπωμένα σήμερα, μαρτυρούνε τη ζωή που άνθισε τότες και τώρα δεν υπάρχει...
Κάθε Δεκαπενταύγουστο οι κάτοικοι από τα γυροχώρια μαζί με τον ιερέα τους μαζεύονται γύρω απ' αυτό το εκκλησάκι, διαλέγουν καθένας τους μια χαρουπιά, φτιάχνουν κάτω απ' τα κλαδιά τους καλύβες και μένουν εκεί 15 μέρες. Οι καλύβες συναγωνίζονται σε ομορφιά και άνεση μα η μεγαλύτερη και πιο περιποιημένη είναι του ιερέα που στην κατασκευή της βοηθούν πολλοί μαζί.
Όλη την ημέρα περνούν χωρίς το άγχος της καθημερινής βιοπάλης, με απλότητα και καλή καρδιά. Χαίρονται τη θάλασσα, νηστεύουν, δυναμώνουν ψυχικά και γίνονται πιότερο άνθρωποι. Κάθε που βραδιάζει οι ασυνήθιστοι τούτοι κατασκηνωτές παρακολουθούν την κατανυκτική παράκληση κι ύστερα κάθονται έξω «π' τις καλύβες τους ή γύρω στα πεζούλια της Παναγίας κι αγναντεύουν το πέλαγος. Τότε νομίζεις ότι ο θόρυβος από τ' αυτοκίνητα που περνούν ασταμάτητα τους είναι ξένος κι αδιάφορος. Αυτοί δείχνουν σαν να καρτερούν το βυζαντινό καράβι να φανεί με την αρχόντισσα, για να τη βεβαιώσουν ότι πραγματοποίησαν την εντολή και την παράκληση της...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου