ΓΡΑΦΕΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΛΑΪΤΗ
Θρύλοι της Κρήτης
Κρήτη, ένα νησί γεμάτο ιστορία και παράδοση! Κάθε πέτρα που σηκώνεις έχει και μια ιστορία να σου πει!
ΒΕΡΟΣ
“Βέρος” λεγόταν στην Κρήτη, από την εποχή των Ενετών, ο στοιχειωμένος θησαυρός. Κανείς δεν τολμούσε να αγγίξει κρυμμένο θησαυρό, αν τον έβρισκε τυχαία, γιατί φοβόταν το στοιχειό του θησαυρού, το οποίο θα τον θανάτωνε πάνω στον χρόνο.
Οι Κρητικοί φαντάζονταν το στοιχειό των κρυμμένων θησαυρών σαν έναν τεράστιο μαύρο άνθρωπο. Μια φορά, ένα παιδί ανακάλυψε έναν τέτοιον “βέρο” εκεί που έσκαβε κι έσκυψε και τον πήρε. Αλλά, αμέσως πετάχτηκε από τον λάκκο ένα μεγάλο κατάμαυρο δαιμόνιο, τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο και στα πλευρά κι έτσι το παιδάκι πέθανε σε τέσσερις ημέρες. Μάλιστα, πάνω στο κορμάκι του φαίνονταν καθαρά οι δαχτυλιές από τα τεράστια χέρια του στοιχειού.
Έλεγαν, επίσης, πως όποιος έβρισκε τέτοιον θησαυρό, για να μην τον πειράξει το στοιχειό, θα έπρεπε να δέσει μια μαύρη αγελάδα στην κασέλα του θησαυρού κι έπειτα να τη χτυπήσει, ώστε το δαιμόνιο να θύμωνε με το αγαθό πλάσμα και να μην πειράξει άνθρωπο.
Φαίνεται πως τη δεισιδαιμονία αυτή την είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες, γιατί όταν έκρυβαν τους θησαυρούς τους, τους αφιέρωναν σε μια υποχθόνια θεότητα να τους φυλάει. Στην επαρχία Κισσάμου των Χανίων, βρέθηκε το 1890 μια τέτοια πλάκα πάνω σ’ ένα άγαλμα, που έφερε την εξής επιγραφή:
“Παραδίδομαι σε όλους τους καταχθόνιους θεούς, για να με φυλάξουν. Τον Πλούτωνα, τη Δήμητρα, την Περσεφόνη και τις Ερινύες. Εάν κάποιος με πάρει από εδώ ή με μετακινήσει ο ίδιος ή βάλει κάποιον άλλον να το κάνει, ούτε γη βατή να μην τον δεχτεί, ούτε θάλασσα πλωτή να τον χωρέσει, αλλά να χαθεί, να αφανιστεί οικογενειακώς. Όλα τα κακά να τα δοκιμάσει. Φρίκη και πυρετός τριταίος και τεταρταίος να τον ταράξει και γλώσσα πυρός και μόλυβδος αναμμένος να τον κάψει. Όσα κακά κι ολέθρια υπάρχουν στον κόσμο, όλα σ’ αυτόν να πέσουν, σ’ αυτόν που θα τολμήσει από τούτο το Ηρώο να με μετακινήσει ή να αφαιρέσει έστω και το παραμικρό”.
Ακόμα, σε μέρος όπου είχε βρεθεί θησαυρός, οι αλαφροΐσκιωτοι λυράρηδες πήγαιναν να μάθουν λύρα από τις νεράιδες και τους διαβόλους, που τριγυρνούσαν εκεί τις νύχτες. Αν εξαφανιζόταν ο θησαυρός, χανόταν μια για πάντα και το τεράστιο μαύρο δαιμόνιο. Τότε, ένας αλαφροΐσκιωτος λυράρης πήγαινε εκεί τα μεσάνυχτα, έφερνε έναν γύρο τον λάκκο και στη μέση του έστηνε έναν σταυρό. Κατόπιν, καθόταν ήρεμα κι έπαιζε τη λύρα του. Σε λίγο, κατέφταναν, μέσα σε μουσικές, οι νεράιδες και οι διάβολοι από τα φαράγγια κι έπιαναν τον χορό. Ο λυράρης άκουγε προσεχτικά τα όργανα των ξωτικών και προσπαθούσε να παίξει όπως εκείνα, ταίριαζε, λοιπόν, το όργανό του σύμφωνα μα τα όργανα των δαιμόνων κι έτσι μάθαινε να παίζει λύρα, που να μαγεύει τον κόσμο.
Έπρεπε, όμως, να έχει τον νου του να μη μιλήσει, γιατί τα δαιμόνια θα του έκλεβαν τη λαλιά. Ακόμη, δεν έπρεπε να βγάλει το πόδι του έξω από τον κύκλο, γιατί θα του το ξέραιναν οι διάβολοι, οι “μισεροί”. Οι λυράρηδες, που μάθαιναν την τέχνη τους από τα δαιμόνια, γίνονταν και οι ίδιοι στο τέλος “μισεροί” και για τούτο, στην Κρήτη, κάθε καλό λυράρη τον αποκαλούν “μισερό”.
Άλλοτε, τα στοιχειά που προστάτευαν τους θησαυρούς, παρουσιάζονταν ως γέροι, βόδια, μαύροι σκύλοι ή γάτες. Πολύ παλιά, οι άνθρωποι που έκρυβαν τους θησαυρούς τους σε τόπους μυστικούς κι απομονωμένους, για να τους ασφαλίσουν καλύτερα, έκαναν μάγια και έδεναν τα στοιχειά, για να τους φυλάξουν. Έλεγαν, μάλιστα, ότι πάνω στον θησαυρό, θυσίαζαν κάποιο ζώο ή ακόμα και άνθρωπο. Κατόπιν, έκαναν εξορκισμούς και ο θησαυρός στοίχειωνε.
Σύμφωνα με την παράδοση, για να βρει κάποιος έναν θησαυρό, θα έπρεπε να τον ονειρευτεί τρεις φορές και να πάει να τον ξεθάψει, χωρίς να το μαρτυρήσει σε κανέναν. Αν το φανέρωνε, ο θησαυρός του θα γινόταν κάρβουνο. Άλλοι, πάλι, έσφαζαν ένα ζώο πάνω στο σημείο, όπου είχαν ονειρευτεί τον θησαυρό, για να τον ξεστοιχειώσουν. Οι θησαυροί ήταν πάντα φυλαγμένοι είτε μέσα σε μεγάλα ασημένια δοχεία, είτε σε χρυσά ή χάλκινα καζάνια.
Σε μια σπηλιά της Κρήτης, στη Σπηλιά της Λάμιας, έλεγαν πως ήταν χωμένα ελάσματα χρυσού, ενώ μεγάλοι βράχοι είχαν καταπλακώσει τα σημεία, όπου ήταν θαμμένοι οι θησαυροί. Κοντά σ’ αυτό το σπήλαιο βρισκόταν κι ένα άλλο, μικρότερο, όπου οι χωρικοί είχαν πράγματι ανακαλύψει ένα μικροπίθαρο με ασημένια νομίσματα.
Ένας άλλος στοιχειωμένος θησαυρός βρισκόταν στον τρούλο της ερειπωμένης εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης, παλιού Βυζαντινού ναού, σ’ ένα χωριό της Δυτικής Κρήτης. Κανένας, όμως, δεν τολμούσε να ρίξει τον τρούλο, γιατί, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, θα πέθαινε αμέσως. Μάλιστα, στο ιερό της ίδιας εκκλησίας φημολογούνταν ότι υπήρχε ένα πηγάδι, μέσα στο οποίο κρέμονταν χρυσές καμπάνες. Μια φορά, μερικοί νέοι κατέβηκαν μέσα στο πηγάδι για να τις βγάλουν, μα τα στοιχειά όρμησαν κατά πάνω τους κι άρχισαν να τους τσιμπούν και να τους κόβουν το κρέας. Έτσι, αναγκάστηκαν να τις αφήσουν και να φύγουν τρέχοντας. Άλλη μια φορά ξανακατέβηκαν, μα το νερό έβρασε και κόχλασε και φούσκωσε τόσο, που παραλίγο να τους κάψει ζωντανούς. Από τότε, κανένας δεν ξαναπάτησε μέσα στο πηγάδι.
Μια φορά, ένας Κρητικός, καθώς έσκαβε στο χωράφι του, εντόπισε ένα καζάνι γιομάτο κάρβουνα. Κατάλαβε ευθύς ότι επρόκειτο για στοιχειωμένο θησαυρό. Πήρε, λοιπόν, τα κάρβουνα και τα σκόρπισε σ’ ένα σταυροδρόμι. Ένας καβαλάρης που περνούσε από εκεί, είδε τα κάρβουνα, ξεπέζεψε απ’ το άλογο κι έπιασε ένα κάρβουνο στα χέρια του, που έγινε αμέσως αστραφτερός χρυσός. Τότε, φανερώθηκε κι ο Κρητικός και του εξήγησε τα καθέκαστα. Πήγαν και οι δυο τους στον τόπο που ήταν το καζάνι, έριξε μέσα ο τυχερός το κάρβουνο που έγινε χρυσός και τότε, ξάφνου, όλα τα κάρβουνα μετατράπηκαν σε χρυσά φλουριά. Έτσι, τα μοίρασαν οι δυο τους σαν αδέρφια.
Ένας άλλος, μια φορά, βρήκε στο χωράφι του ένα χρυσό παιδί. Το έχωσε στο σακούλι γρήγορα και το πήρε σπίτι του. Τη νύχτα, σαν αποκοιμήθηκε, άκουσε φωνές και κλάματα, που έβγαιναν μέσα από το σακούλι: “Πήγαινέ με εκεί που με βρήκες, γιατί δεν είμαι της τύχης σου και θα σε ξεκληρίσω”, φώναζε κι έσκουζε το χρυσό κοπέλι.
Έτσι, ο χωρικός κατατρομαγμένος, πήγε πίσω το παιδί και το απίθωσε εκεί που το είχε πρωτοβρεί. Μα, στο δρόμο ένιωθε παγωμένο όλο του το κορμί. Σαν επέστρεψε στο σπίτι του, έπεσε στο κρεβάτι του αποκαμωμένος και ούτε που ξανασηκώθηκε. Σε λίγες μέρες τον βρήκαν νεκρό.
Στο Μαλεβίζι, του Νομού Ηρακλείου, ένας χωρικός είχε δει στον ύπνο του τρεις φορές το ίδιο όνειρο. Ένας άντρας του φανερωνόταν και του ζητούσε επιτακτικά να πάει στο Σπήλαιο του Σάρχου, να φωνάξει τρεις φορές το στοιχειό του Μουσά και να πάρει το χρυσό αλέτρι και τον χρυσό ζυγό του αλετριού, που θα του έφερνε. Έτσι κι έκαμε. Μα, όταν του φανερώθηκε το φοβερό στοιχειό και του έφερε τον θησαυρό, εκείνος δείλιασε και δεν τα πήρε. Έτσι, από τον φόβο του, έχασε και την τύχη του.
Ο ΝΕΡΑΪΔΟΣΠΗΛΙΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΑΚΙΩΝ
Οι Αστρακοί είναι χωριό και Δημοτικό διαμέρισμα της επαρχίας Πεδιάδας, 23 χλμ απ’ το Ηράκλειο, στην αριστερή πλευρά της κοιλάδας του ποταμού Καρτερού κι έχει δύο οικισμούς τον παλαιό και τον νέο. Στην κοίτη του ποταμού, κάτω από το χωριό υπάρχει το σπήλαιο Νεραϊδόσπηλιος, μέσα στο οποίο υπάρχει πηγή, που είναι μια από τις πηγές ύδρευσης του Ηρακλείου. Ο θρύλος λέει πως σ’ αυτή την σπηλιά που είναι χωμένη μέσα στο φαράγγι, με τις πολλές πηγές, τα γάργαρα νερά και την πλούσια βλάστηση γύρω της, είχαν διαλέξει να κατοικήσουν οι νεραϊδες! Μια νύχτα, ένας νεαρός λυράρης, άκουσε το τραγούδι τους κι από περιέργεια μπήκε στη σπηλιά. Κι εκεί τις είδε, λουσμένες στο φως, ντυμένες μ’ αραχνοϋφαντα πέπλα και λυτά μαλλιά χόρευαν και τραγουδούσαν! Συνεπαρμένος απ’ την γλυκειά μελωδία που χυνόταν στην αέρα και μαγεμένος απ’ τον χορό τους, έπιασε ασυναίσθητα τη λύρα του και τις συνόδεψε στο χορό. Οι Νεράιδες ακολούθησαν χορεύοντας τον ρυθμό της λύρας του και την αυγή χάθηκαν! Ο λυράρης δεν ήξερε αν είχε ονειρευτεί ή αν πραγματικά συνόδεψε τις Νεραϊδες στο χορό τους με τη λύρα του. Το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ, οδηγημένος από μια αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη σπηλιά κι έπαιζε με τη λύρα του, για τις Νεράιδες που χόρευαν. Ο νεαρός ερωτεύθηκε μία απ’ τις νεραϊδες και πήγε σε μια γριά πολύξερη να ζητήσει τη βοήθειά της. Αυτή του είπε πως όταν πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί και να χαθούν οι νεραϊδες, ν’ αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και να μην την αφήσει με κανέναν τρόπο να φύγει. Ήρθε λοιπόν το βράδυ πήρε ο νέος τη λύρα του και πήγε στη σπηλιά κι άρχισε να παίζει όσο πιό γλυκά μπορούσε. Σε λίγο παρουσιάστηκαν οι νεραϊδες κι άρχισαν να χορεύουν. Λίγο πριν λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε τη λύρα του κι όπως τον συμβούλεψε η γριά άρπαξε την νεραϊδα που αγαπούσε. Εκείνη αντιστάθηκε, αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα τίποτα! Ο νέος την κρατούσε σφιχτά! Άρχισε τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο λυράρης την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την άφηνε. Ξαφνικά, λάλησαν οι πετεινοί κι οι άλλες νεραϊδες εξαφανίστηκαν. Τότε εκείνη που κρατούσε ο νέος ξανάγινε πανέμορφη, όπως ήταν πριν και την πήρε μαζί του στο σπίτι του. Έζησαν μαζί ένα χρόνο κι απέκτησαν έναν γυιό, αλλά η νεραϊδα δεν μίλαγε ποτέ! Ο λυράρης ήταν δυστυχισμένος για τη βουβαμάρα της νεραϊδας και μεταχειρίστηκε πολλούς τρόπους για να την κάνει να μιλήσει, χωρίς να τα καταφέρει όμως. Ξαναπήγε λοιπόν στη γριά και τη ρώτησε τι πρέπει να κάνει. Εκείνη του είπε να ζεστάνει καλά το φούρνο, να πάρει το παιδί απ’ τα χέρια της γυναίκας του και να κάνει πως θα το πετάξει μέσα στο φούρνο και να της πει: “Δε μου μιλάς; Τότε κι εγώ ρίχνω το παιδί σου στο φούρνο”. Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της γριάς, μα τη στιγμή που έκανε ότι θα έριχνε το παιδί στη φωτιά, η νεραϊδα χύμηξε πάνω του φωνάζοντας μη σκύλε το παιδί μου. Του τ’ άρπαξε από τα χέρια κι εξαφανίσθηκε μαζί με το παιδί. Απελπισμένος έψαξε να τους βρεί φωνάζοντας, κλαίγοντας και παρακαλώντας μάταια όμως. Η νεραϊδα με το παιδί, δεν ξαναφάνηκαν! Πήγε λένε στις αδελφές της, αλλ’ αυτές δεν τη δέχθηκαν, γιατί δεν της συχώρεσαν το ότι άφησε άνθρωπο να την αγγίξει. Έτσι αναγκάστηκε να πάει λίγο πιο πέρα σε μια βρύση που τη λένε Λούτρα. Εκεί τη βλέπουν δυο – τρεις φορές το χρόνο να κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει. Οι άλλες εξακολουθούν να χορεύουν και να τραγουδούν, χωρίς να έχουν πια λύρα να τις συνοδεύει και χωρίς την αδελφή τους. Η νεραϊδα κάθεται με το παιδί της λυπημένη και κλαίει. Τα δάκρυά της πέφτουν στο νερό και το θολώνουν, γι’ αυτό τα νερά του Νεραϊδόσπηλιου θολώνουν πότε – πότε. Γύρω από το Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών υπάρχουν πολλές πηγές που βγαίνει νερό, συνοδευόμενο από ένα ελαφρύ θόρυβο, κάτι σαν κλάμα και μετά από κάθε νεροποντή, τα νερά των πηγών θολώνουν. Αυτά τα φαινόμενα έκαναν τη φαντασία των ντόπιων να φτιάξει τον μύθο της νεραϊδας που κλαίει. Όταν περπατήσετε στο Νεραίδόσπηλιο θα νοιώσετε την γαλήνη και την αρμονία της φύσης, δίπλα στα κρυστάλλινα νερά, κάτω απ’ τους παχείς ίσκους των πλατάνων κι αν είσθε τυχεροί, κλείνοντας τα μάτια κι ανιχνεύοντας με όλες τις αισθήσεις, θα δείτε τον χορό των νεραϊδών, θ’ ακούσετε το κλάμμα της νεραϊδας και θα βυθιστείτε στη μαγεία των μύθων και των θρύλλων της λαϊκής μας παράδοσης.
ΟΙ ΨΑΡΟΜΙΛΙΓΓΟΙ
Ένα από τα μεγαλύτερα δράματα στην εποχή της ενετοκρατίας παίχτηκε στην περιοχή της Κισάμου και έγινε θρύλος για να μας δείχνει την γενναιότητα και την αποφασιστικότητα των κατοίκων της Κρήτης, ενάντια στην μεγάλη γαληνότητα και στο φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Μια εποχή που οι επαναστάσεις διαδεχόταν η μια την άλλη και φανέρωναν τον ασταμάτητο πόθο των κρητικών για την λευτεριά τους, έρχεται η δραματική ιστορία της οικογένειας των Ψαρομιλίγγων να μας θυμίσει τι θυσίες χρειάστηκαν για να απολαμβάνουμε εμείς σήμερα ελεύθεροι την γη μας, την Πατρίδα μας. Ιστορικά η επανάσταση των Ψαρομιλίγγων ξεκίνησε το 1341 επτά χρόνια μετά την επανάσταση του Βάρδα Καλλέργη και του Κισαμίτη Νικολάου Πρικοσιρίδη.
Τα πραγματικό όνομα των Ψαρομιλίγγων ήταν Σκορδίλιδες. Ο Κωνσταντίνος, οι γιοι του Μιχαήλ και Εμμανουήλ, αλλά και ο ανεψιός του Δημήτριος ήταν αυτοί που ξεκίνησαν ένα αγώνα για την λευτεριά με ορμητήριο τα σφακιανά βουνά. Μια επανάσταση που είχε άδοξο τέλος και οι Ψαρομίλιγγοι καταδιωγμένοι έφτασαν στην Κίσαμο για να κρυφτούν στο Τοπολιανό φαράγγι και στην σπηλιά της Αγίας Σοφίας.
Την εποχή εκείνη επίσκοπος Κισάμου ήταν ο Μισαήλ Ψαρομίλιγγας αδελφός του Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν αυτός ο λόγος που ήλθαν στην Κίσαμο αλλά και αυτός που τους έκρυψε στο απόρθητο Τοπολιανό φαράγγι.
Οι Βενετοί από την άλλη ξεκίνησαν ένα τρομερό κυνηγητό με καθημερινές σφαγές και βασανιστήρια, προσπαθώντας να τους κάνουν να παραδοθούν .
Ο γενναίος δεσπότης βλέποντας αυτή την τραγική κατάσταση πήρε μια απόφαση για να γλιτώσει τον άμαχο λαό αλλά και τα ανίψια του, πρότεινε να αποκεφαλίσουν αυτόν και τον αδελφό του και να πάνε τα κεφάλια τους στους Βενετούς σαν πειστήρια.
Το τέλος του δράματος παίχτηκε λίγο αργότερα μες στην σπηλιά της Αγίας Σοφιάς με τον μικρό ανιψιό τους τον Δημήτριο να ορκίζεται σε θεό και πατρίδα και να κόβει τα κεφάλια των συγγενών του, ώστε να πάρει χάρη προσφέροντας τα στον κατακτητή για να συνεχίσει λεύτερος μια νέα επανάσταση αργότερα.
Την ανδρεία της οικογένειας των Ψαρομίλιγγων ύμνησαν και θαύμασαν ακόμα και οι ίδιοι οι κατακτητές.
Από την εκκλησία τιμώνται σαν εθνομάρτυρες. Θρύλος ή πραγματικός γεγονός κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα, η σπηλιά της Αγίας Σοφίας ξέρει και μάλλον κρατά καλά φυλαγμένο το μυστικό της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου