ΓΡΑΦΕΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΡΚΟΥΛΙΔΗ
Ιστορίες γιαγιάδων από την κατοχή της Κρήτης
Η γιαγιά Ελευθερία όταν ήμουν μικρή θυμάμαι μου έλεγε πολλές ιστορίες από τα χρόνια της κατοχής πως ήταν και πως επηρέασε τη ζωή τους τότε.
Παρ’ όλο ηλικία εννιά ετών, θυμάται κάποια γεγονότα, και ιστορίες από την μητέρα της που της μετέδωσε τις ιστορίες αυτές, λέγοντας της ως σήμερα και στα εγγόνια της.
Οι προγιαγιάδες που τις έζησα όλες και κείνες μου άφησαν πολλά κομμάτια από τις ιστορίες τους.
Και θα σας γράψω χαρακτηριστικά αυτά που θυμάμαι έντονα.
Οι Ιστορίες της γιαγιάς Ελευθερίας
Ήμουν εννιά χρονών, όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην Κρήτη. Παρ’ όλο που ήταν τα χρόνια δύσκολα και δεν υπήρχε η ευκολία όπως τώρα, προσπαθούσαμε να ζήσουμε με τα λίγα. Με λίγο λάδι, ντομάτα και ελιές. Κρύο, και τα ρούχα σκισμένα από τις γεωργικές δουλειές. Παντού μπαλωμένα για να μην περνάει το κρύο. Και οι Γερμανοί να λεηλατούν τα χωριά και να τα καίνε ένα – ένα. Ζώντας με το άγχος να μην μας βγάλουν έξω από το σπίτι μας μέρες του Χειμώνα. Αλλιώς θα αρρωσταίναμε και θα πεθαίναμε από το κρύο. Πολλές φορές ζητούσαν τα αδέλφια μου από την μάνα μου κρέας. Και μας λεγε, κι αν με πιάσουν οι Γερμανοί πηγαίνοντας προς το κοτέτσι. Κι άρχιζαν τα πιο μικρά αδέλφια κι έκλαιγαν. Εννιά αδέλφια, και όλα να πεινάνε.
Ο πατέρας μου δάσκαλος και πρόεδρος του χωριού τότε, και η μητέρα μου νοικοκυρά, πρώτη σε όλα. Μπορεί να μην υπήρχαν οι δυσκολίες για μας, αλλά στο φόβο των Γερμανών, ούτε στο κοτέτσι δε μπορούσε να πάει η μάνα μου, ούτε στο περιβόλι μας, ούτε για χόρτα. Πόσο φόβος παιδί μου.. Φόβος. Τα χωριά να φαίνονται σαν έρημα, ενώ δεν ήταν. Και ο λόγος να φοβούνται οι άνθρωποι να βγουν από τα σπίτια. Κάθε μέρα έπαιρναν σπίτια ανθρώπων από κάθε χωριό, για να ελέγχουν τα πάντα. Ποιοι είναι εναντίον τους, τα σχέδια μας, και που κρύβαμε τα όπλα. Ήθελαν την νίκη, μα ο πόλεμος εναντίον μας τους πρόδωσε. Έτσι έλεγε η μάνα μου. Όποιος ξεκινά τον πόλεμο χάνει.
Μια μέρα που ο πατέρας μου ήταν στο καφενείο, και δυο μικρά αγοράκια έπαιζαν εκεί, δίπλα στην εκκλησία, εκεί που ήταν παλιά το πρώτο καφενείο, τους λεγόμενους βόλους, πέρασε ένα γερμανικό αμάξι, ενοχλούμενοι που έπαιζαν τα παιδιά, και τους πήραν τους βόλους άγρια, τους έβγαλαν τα παπούτσια και τα πέταξαν επειδή ένας βόλος χτύπησε λίγο το αμάξι τους, κάνοντας τα παιδιά να κλαίνε.
Ο πατέρας εννοείται ότι αντιστάθηκε, κάνοντας τους φασαρία για να φύγουν, μα έβγαλαν τα όπλα, ευτυχώς δεν τον πυροβόλησαν, αλλά τον χτύπησαν λίγο και όσοι χωριανοί ήταν εκεί παιδί μου μπήκαν κι εκείνοι σε αυτόν το λεγόμενο πόλεμο.
Και όλα αυτά για ένα παιχνίδι των παιδιών.
Ένα άλλο σκηνικό παλιό ήταν στο σχολείο, με τον πατέρα μου να κάνει μάθημα. Οι μαθητές του ήταν γύρω στα 30 παιδιά. Ευτυχώς το σχολείο στο χωριό ήταν καλοδιατηρημένο και για το χειμώνα υπήρχε μια σόμπα για να ζεσταίνονται τα παιδιά. Παιδιά από όλες τις τάξεις του δημοτικού.
Ένα πρωί, και ο καιρός βροχερός, έριχνε κουκοσάλι, χειμώνας, και τα παιδιά μετά το μάθημα δε μπορούσαν να φύγουν για τα σπίτια τους, πως με τον καιρό αυτό;; Ο πατέρας μου, για να περάσει λίγο η ώρα και να ηρεμήσει κάπως ο καιρός τους έλεγε ιστορίες για τον Τούρκικο πόλεμο, για τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς τι έκαναν οι Κρητικοί και τους νίκησαν, μετά τραγούδια και ποιήματα, τραγούδια όμως για την Ελλάδα και τον εθνικό ύμνο μας. Εκείνη την ώρα περνούσε ένα γερμανικό αμάξι, επειδή τα παιδιά τραγουδούσαν δυνατά τον Εθνικό Ύμνο οι Γερμανοί το άκουσαν. Νευριασμένοι βγαίνουν από το αμάξι χωρίς να υπολογίσουν την κακοκαιρία αυτή και μπήκαν με το έτσι θέλω στο σχολείο μέσα. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Χτύπησαν δυνατά την πόρτα, ο δάσκαλος τρομαγμένος όπως και τα παιδιά φοβισμένα άνοιξαν την πόρτα. Φώναζαν δυνατά οι Γερμανοί Ράους, αλλά δεν έβγαιναν. Ένα μικρό παιδάκι συνέχιζε ψιθυριστά να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Ο Γερμανός το πλησίασε και το χαστούκισε. Αλλά εκεί δε σταματούσε να τραγουδά το παιδί.
Με τα χίλια ζόρια λοιπόν τους έβγαλαν όλους έξω στην βροχή, και το σχολείο το έκαναν άνω κάτω, σαν τσαμπουκά. Μετά έφυγαν. Αφού όλοι έγιναν μούσκεμα από την βροχή. Με τα ξύλα πλέον λίγα στην σόμπα, δε προλάβαιναν να στεγνώσουν όλοι. Αντιθέτως νοικοκύρεψαν λίγο το σχολείο.
Ποιο κάτω από το χωριό Πατσίδερο με Στείρωνα, υπάρχει εκεί ένα καμένο, ερειπωμένο χωριό. Το έκαψαν οι Γερμανοί βράδυ, όταν οι άνθρωποι κοιμόντουσαν.
Όταν το χωριό είχε ζωή, περίπου 20 σπίτια και μια Βυζαντινή εκκλησία που οι Τούρκοι είχαν χαλάσει από τις εικόνες τα μάτια των αγίων τότε, στο χωριό αυτό ζούσε ένας επαναστάτης, πρόσφυγας από την Μικρά Ασία, αλλά αληθινός γενναίος αρχηγός, τον φώναζαν Καπετάνιο τότε. Δε θυμάμαι πως το έλεγαν το χωριό αυτό. Υπήρχαν κρυμμένα κλεμμένα όπλα από Γερμανούς, για να τους κάνει το χωριό αυτό επίθεση. Καταστρώνοντας σχέδια. Τότε υπήρχαν και οι προδότες. Που τους έδωσαν στους Γερμανούς, και εν άγνοια τους, ένα βράδυ το χωριό μετατράπηκε στις φλόγες. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο.
Όποτε περνάμε για να πάμε στα χωράφια μας βλέπουμε το χωριό αυτό. Μαρτυρίες έχουν πει και δε ξέρουμε αν ισχύει, ότι το βράδυ ακούγονται ουρλιαχτά.
Ένα άλλο χωριό εκεί κοντά ερειπωμένο κι αυτό, το χωριό Ρούμα, πέρα από ότι ερείπωσε από μια επιδημία, τότε που υπήρχε ζωή, αυτό που γνωρίζω είναι ότι οι Γερμανοί προσπάθησαν να το κάψουν δυο φορές. Αλλά επειδή ήταν πολύ έξυπνοι οι άνθρωποι και κάπως μάθαιναν τα γεγονότα, ποια χωριά έχουν βάλει στο μάτι για να κάψουν οι άνθρωποι την πρώτη φορά τους παγίδευσαν και τους έκαψαν, όπως και τη δεύτερη φορά. Οι άντρες δε κοιμόντουσαν τα βράδια και φρουρούσαν το χωριό και τα βουνά εκεί χωρίς να φαίνονται στήνοντας τους ενέδρες. Έτσι σώθηκαν. Μετά την επιδημία, άλλοι πήγαν στο χωριό Αλάγνι, και άλλοι στο χωριό Πατσίδερο ή Αρκαλοχώρι.
Η Ιστορία της προγιαγιάς Χρυσούλα.
Μεγάλωσα και έζησα στην Εθιά. Όταν ξεκίνησε ο Γερμανικός πόλεμος ήμουν 30 χρονών, με τέσσερα παιδιά, και είχα χάσει στη γέννα άλλα δυο παιδιά στο παρελθόν.
Η Ιστορία που μου έχει μείνει χαρακτηριστικά, και είχα ακούσει ήταν από ένα χωριό κοντά στα μέρη μας, προς Αγίους Δέκα μεριά, μέσα Μεσσαρά από μια γυναίκα παντρεμένη από το χωριό μου. Στο πόλεμο του 1942 οι Γερμανοί λεηλάτησαν το χωριό της. Οι άνθρωποι εκεί προσπαθούσαν να τους διώξουν. Υπήρχε ένα κρησφύγετο όπου εκεί βρισκόντουσαν οι άντρες επαναστάτες. Καταστρώνοντας σχέδια. Ο πρόεδρος του χωριού εκεί είχε τέσσερις γιους και μια θυγατέρα. Ένα πρωί Κυριακής που οι άνθρωποι εκκλησιαζόντουσαν οι Γερμανοί έκαναν έφοδο στην εκκλησία. Και κάθε Κυριακή έκαναν έφοδο εκεί. Όχι όμως για να τους πειράξουν. Μετά την λειτουργία πρώτα έφευγαν οι Έλληνες Χριστιανοί και τέλος οι Γερμανοί. Κάποιος Γερμανοί ήταν Χριστιανοί και κάποιοι Εβραίοι.
Μια Κυριακή λοιπόν οι χωριανοί είχαν συνεννοηθεί μετά την λειτουργία να τους κάψουν μέσα στην εκκλησία. Άλλη λύση δεν έβρισκαν. Τα πάντα μέσα στον ιερό χώρο οι καρέκλες οι λιγοστές, και ο ιερός χώρος ήταν από ξύλο. Ο Πρόεδρος του χωριού έδωσε την εντολή αφού βγουν όλοι από την εκκλησία να τους περικυκλώσουν με βενζίνη και σπίρτα. Έτσι έγινε. Άφησαν τα δύο παραθυράκια ανοιχτά, τους κλείδωσαν και μέσα πέταξαν τη βενζίνη με τα σπίρτα. Η εκκλησία μαζί αναζωπυρώθηκε και όλοι Γερμανοί κάηκαν. Το χωριό σώθηκε από δαύτους. Είχαν πάρει οι Γερμανοί πέντε σπίτια ανθρώπων για να μένουν εκεί, και το ένα σπίτι το κάνανε αρχηγείο τους όπου βασάνιζαν τους Κρητικούς.
Η εκκλησία ξανά χτίστηκε από την αρχή, από τους ίδιους τους κατοίκους της. Την έκαναν πιο μεγάλη και φυσικά μπήκαν περισσότερες εικόνες.
Ένιωθαν στενοχωρημένοι γι αυτή τους την κίνηση και ειδικότερα ο Πρόεδρος που ήταν δική του ιδέα αλλά όπως αναφέραμε η εκκλησία έγινε ακόμα πιο ομορφότερη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου