ΧΑΡΧΑΛΟΝΙΚΟΛΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ (NTOKOYMENTO) & ΦΩΤΟ






ΧΑΡΧΑΛΟΝΙΚΟΛΗΣ ΚΑΙ Ο  ΣΕΛΙΝΙΩΤΗΣ ΛΑΓΟΥΘΙΕΡΗΣ ΚΛΕΙΝΑΝΤΩΝΗΣ ΠΟΥ ΠΑΙΖΑΝΕ ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΣΦΑΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΕΛΙΝΟ


Ο ΧΑΡΧΑΛΟΝΙΚΟΛΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΔΥΟ ΤΟΥ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ.ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΑΠΕΒΙΩΣΕ Η ΜΙΑ 

Ο ΧΑΡΧΑΛΟΝΙΚΟΛΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟΧΑΜΕΝΟ ΓΙΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
ΤΟ 3ο ΜΕΡΟΣ AΠΟ ΤΗΝ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΝΙΚ.ΧΑΡΧΑΛΗ ΣΤΟΝ ΜΕΛΕΤΗΤΗ-ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΙΩΑΝ.ΠΑΠΑΔΑΚΗ(ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ) ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑ ΣΤΑ ΧΑΡΧΑΛΙΑΝΑ ΚΙΣΑΜΟΥ ΤΟ 1970.
================================================================


Ι.Π: Αν σου δώσουν να διαβάσεις μια παρτιτούρα, θα μπορέσεις να την καταλάβεις και να παίξεις με νότες;

Ν.Χ: Με νότες; Δηλαδή όπως κάνουνε στσοι ορχήστρες δηλαδή ε; Αυτό;

Ι.Π: Ναί, παρτιτούρες μουσικής...

Ν.Χ: Δεν κατέω τέτοια πράματα, δεν λέω ότι δεν μου αρέσει η σπουδαγμένη μουσική αλλά στα δικά μας θαρρώ ότι δεν σερβίρουνε οι νότες γιατί τα δικά μας τραγούδια και οι σκοποί είναι πρακτικά ούλα. Αμα δεν το ζήσεις αυτό να πείς θα το παίξω ετσά καλά, όσο και να το διαβάσεις μετά δεν το βγάνεις με τον τρόπο τον σωστό. 

Ι.Π: Δεν ήξερε δηλαδή κανείς από την δική σου την γενιά από νότες;

Ν.Χ: Παρά, ποιός να κατέει από αυτά; Μοναχά ο Κοπανίδης ο Βασίλης κάτεχε λίγα πράματα γιατί μια φορά που ήτανε απάνω στην Αθήνα κι έπαιζε σε κέντρα με ορχήστρες, του'χανε δείξει πρέπει μερικοί και μετά που γάηρε μας ήλεγε ότι στην Αθήνα δεν κάνεις κιανείς προκοπή ανε δεν μάθει νότες και να γράφει και να αναγνώθει. Κι είχε κι ενα τεφτέρι και το βάστουνε πάντοτε μαζί του και έγραφε εκειδέ ούλους τσοι παλιούς σκοπούς με τα ονόματα τωνε και τσοι φωνές τωνε, όπως δηλαδή πρέπει να παίζονται. Εμένα μια φορά ερχότανε και μ΄εύριστε ένας Μαστορόπουλος, δάσκαλος σε σχολή στην Αθήνα, η γυναίκα του βαστούσε από τα Καλουδιανά, σου λέω πρό τση κατοχής και ήθελε να μου δείξει να παίζω με το επίσημο σύστημα αυτό, αλλά να σου πώ, δεν ήθελα... [...]
----------------------------------------------------------------------

[....] Ν.Χ: Στου Τιμίου Σταυρού στ'Αλικιανού στο πανηγύρι μαζευόταν ούλη η κάτω Κυδωνία αλλά και από τα ριζοχώρια, μιλιούνια κόσμος σου λέω. Είχανε πολλές ταβέρνες για να καθήσει και να γλεντήσει ο κόσμος, τέσσερις και πέντε ζυγιές όργανα κι είχαμε τον συναγωνισμό κι εμείς αναμετάξυ μας ποιός θα μαζώξει τσοι περισσότερους. Έπαιζε ο Μαργιάνος με τον Λεβενταρτέμη στην μιά, στην άλλη ο Κουφιανός με τον Κουτσουρέλη που'τανε μιτσός ακόμα, ο Παπουτσομιχάλης με τον Κουριδόγιαννη, εγώ με τον Μαυροδημήτρη, μετά ερχότανε και ο Μαύρος κι ο Πορτακάλης και ο Ζερβός και προσπαθούσε ποιός θα μάζωνε κόσμο γιατί σε 'κείνονε το πανηγύρι έπαιζε πάντα ο ανθός των Χανίων. Και στσ'Αγιά Ειρήνης στο Σάσαλο πάλι, θυμούμαι τρείς-τέσσερις ζυγιές όργανα γιατί ερχόντουσαν και πολλοί Σελινιώτες από τα γύρω χωριά κι είχε ψωμί το πράμα...[...]



Ι.Π. Προτιμούσες να παίζεις σε πανηγύρια, ή, σε γάμους;

Ν.Χ: Παντού ήτανε καλά, άμα υπήρχε καλή καρδιά και σωστοί μερακλήδες και χορευτές, όπου και να'παιζα δεν με ένοιαζε γιατί εγώ δεν κοιτούσα ποτέ να πάω να παίξω για να βγάλω παράδες. Έκανα πρώτα το δικό μου, το μεράκι μου δηλαδή και να ευχαριστηθεί ο κόσμος, αυτό ζητούσα. Κι ήτανε και δύσκολα τα χρόνια τότε γιατί να κατέεις, ο κόσμος παρεξηγιότανε εύκολα και αν ο οργανοπαίχτης έπαιζε ανόρεχτα, ή καθότανε κι ήλεγε καμιά μαντινάδα ετσά περιπαιχτική, ο άλλος από κάτω αρπαζότανε και λίγο ήθελε να σου γιουρουντήξει και να γενεί κανά καταχτύπι. Μια φορά βάλανε φασαρία του κακορίζικου του Μυλωνακιού σε ένα πανηγύρι γιατί αυτό ήτανε μιτσό κι αμάθητο ακόμα και ήτανε ξενυχτισμένο από έναν γάμο και ίσα ίσα που έπαιζε και πήγε ο ταβερνιάρης και του έθεκε μια λαχτέ στην καρέκλα και το έριξε χάμες και του ήλεγε, ίντα διάολο ήρθες επαέ να παίξεις αφού δεν σ'ακούει; Κι αυτό επειδή ήτανε φιλότιμο σε πληροφορώ ότι έκαμε ένα γλέντι μετά που τρίβανε ούλοι τα μάτια τους. 

Ι.Π: Είχατε δηλαδή και τις παρεξηγήσεις σας τότε ε;

Ν.Χ: Ναί, υπήρχανε κι αυτά, διότι μην νομίζεις, δεν είχες πάντα να κάμεις με λογικούς. Ήτανε κι οι κουζουλοί κι οι μεθυσμένοι κι ούλοι. Και έπρεπε ο οργανοπαίχτης να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα για να μην του ξεφύγει κιανείς και να μην παρεξηγηθεί το πράμα. Εγώ επειδή δεν έπαιζα μετά την κατοχή, τότε που κυνηγούσανε τσ'αριστερούς, γινόντουσαν πάρα πολλά κακά πράματα σε γλέντια, φασαρίες και τέτοια. Έφευγε μια φορά από ένα πανηγύρι στα Περβόλια που'χε πάει ένας ξάδερφός μου και λαλούσε ένα γάδιαρο φορτωμένο και του παραφυλάξανε και του πήρανε οι αντάρτες τον γάδιαρο...[...]
--------------------------------------------------------------------------------

[...] Ι.Π: Αυτός ο σκοπός που τραγούδησες τώρα, ποιός είναι; Δεν τον έχω ακούσει άλλη φορά..

Ν.Χ: Του συχωρεμένου του Τζέγκα είναι σκοπός, ο Κακαράπης που λέμε, είναι από τσοι καλύτερους σκοπούς και είναι και δύσκολος πολύ γιατί σε πάει πέρα-πώδε, έχει πολλές στροφές, σαν τον καβούκι του χοχλιού πάει. Εμένα μου ήλεγε ο Τζέγκας πως όταν ξεκινώ να κάμω το ταξίμι του πριν μπω στον σκοπό, τονε κάνω καλύτερα απ'ούλους.

Ι.Π: Είναι δύσκολο όμως να χορευτεί σωστά αυτός ο σκοπός, τουλάχιστον όπως τον ακούω..

Ν.Χ: Γιάντα είναι δύσκολο; Ανε σηκωθείς και σε πάω εγώ με τον σκοπό θα σε κάμω να τσακίσεις στον άσσο του στο τέλος της στροφής. Κιανείς σκοπός δεν είναι δύσκολος στον χορό, άμα δηλαδή είναι κατεχάρης κι ο χορευτής και ο οργανοπαίχτης δεν σε σμπουρδουκλώνει, μια χαρά πάει. Άμα ο οργανοπαίχτης θωρεί τα πόδια του χορευτή τότε δεν θα γίνει στραπάτσο στον χορό. Εμείς μια φορά, κι εγώ και ο Μαργιάνος κι ούλοι δηλαδή, ανάλογα το χορευτή παίζαμε και τον σκοπό. Άμα δηλαδή κάτεχα εγώ ότι ο χορευτής αυτός είναι πιτήδειος, του'παιζα και σκοπό που να του σερβίρει στα ταλίμια του. Άμα πάλι δεν χόρευε καλά, του παίζαμε ένα σκοπό ίσα ίσα να βγεί στο κέφι και να χορέψει. Έπα στην Κίσαμο κάμανε πολλά ταλίμια στσοι χορούς, ωραία ταλίμια, πέρα στα Κεραμιά και στον Αποκόρωνα χορεύανε πιο βαριά να πούμε και ανάλογα κι εμείς τωνε παίζαμε. Εγώ κάτεχα καλά καλούς χορευτές από ούλο τον νομό Χανίων και στα γλέντια μου ήταν μεγάλη χαρά να τσοι θωρώ να χορεύουνε. Έπαιζα στην Αγιά Ειρήνη Σελίνου στο πανηγύρι, πριν την κατοχή και κατέβαινε ο Μπουλταδαντώνης από του Καμπανού και όταν σηκωνότανε να χορέψει, θώρουνες τον κόσμο κι ήλεγε, κάμετε τόπο στον Μπουλταδαντώνη με την παρέα του. Τόσο καλός ήταν. Είχα μεγάλο σέβας στσοι καλούς χορευτές, δηλαδή να σηκωθεί ο Πανανός κι ο Σεργέντης να χορέψουνε, σηκωνόμουν από την καρέκλα και τσοι χαιρετούσα γιατί κάτεχα ότι είναι μερακλήδες που δεν είχανε το ταίρι τους...

Ι.Π: Σελινιώτες κ αυτοί που είπες οι τελευταίοι;

Ν.Χ: Όϊ, από'παε πέρα ήτανε.
------------------------------------------------------------------------

[...]

Ν.Χ: Κάμαμε κι εμείς σφάλματα και πολλά κιόλας. Μα το μεγαλύτερο είναι που καθήσαμε και δουλέψαμε με τα νεώτερα τραγούδια και σταματήσαμε, η δικιά μου γενιά το'καμε, να παίζουμε τσοι παλαιότερους σκοπούς κι έτσα το λοιπόν ξεχαστήκανε. Εγώ δεν το'θελα να συμβεί αυτό και κάθησα και έψαξα και ρώτηξα τσοι παλαιότερους που ζούσανε ακόμα τότε για να μάθω τσοι παλαιούς σκοπούς και να μπορέσω να τσοι μαζώξω για να μην χαθούνε από την μουσική μας....[...]

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ 2ο ΜΕΡΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΝΙΚ.ΧΑΡΧΑΛΗ ΣΤΟΝ ΜΕΛΕΤΗΤΗ-ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΙΩΑΝ.ΠΑΠΑΔΑΚΗ(ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟ) ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑ ΣΤΑ ΧΑΡΧΑΛΙΑΝΑ ΚΙΣΑΜΟΥ ΤΟ 1970.
================================================================


Ι.Π: Ήταν τότε το σύστημα των μουσικών και δεν δείχνανε την τέχνη, ή απλά εσύ δεν ήθελες;

Ν.Χ: Και τα δυό μωρέ. Μερικοί το είχανε σε κακό τους να δείξουνε το όργανο στα νέα κοπέλια, άλλοι πάλι δενε προλαβαίνανε...

Ι.Π: Γιατί δηλαδή, τι φοβόντουσαν και δεν δείχνανε;

Ν.Χ: Κατέω’γω; Μπορεί κιόλας να σκεφτόντουσαν ότι έτσα και μάθουμε εμείς τα νέα κοπέλια την τέχνη, θα τωνε τρώγαμε το μεροκάματο. Μην νομίζεις αντράκι μου, ήτονε κακά χρόνια. Κακά τα παντέρμα, φτώχεια. Οι περισσότεροι οργανοπαίχτες ίσα ίσα που ζούσανε τσοι φαμίλιες τους. Θα σου πώ όμως και κάτι. Εμένα μ’άρεσε να έχω δικό μου παίξιμο κι όχι να ξεπατικώνω το παίξιμο των αλλωνών και γι’αυτό δεν ήθελα να μου δείξουν. 

Ι.Π: Τον Παλιμέτη που είπες και τον Φελεσογιαννάκη, τους πλήρωνες;

Ν.Χ: Γιάντα να τσοι πλερώσω;

Ι.Π: Για τα μαθήματα που σου κάνανε...

Ν.Χ: Παρά. Να τα βρώ που τα λεφτά; Αφού σου λέω, ήμουνα κοπελάκι. Η πλερωμή ας πούμε, ήτανε να τωνε κάμω κιαμιά δουλειά, να πάω να ποτίσω κιάνα κήπο, να κουβαλήσω θροφές, να ταϊσω κιανα αίχνος. Μου’λεγε ο μπάρμπας μου, «άμε καλό μου να μου ποτίσεις τσοι κολοκυθιές μέχρι να κουρντίσω εγώ κι ύστερα ξεκινάμε το μάθημα». Κατάλαβες; Έτσα γινότανε, αυτό ήτανε ας πούμε το σύστημα. [...]
-------------------------------------------------------------

Ι.Π: Θυμάσαι τότε παλιούς μουσικούς της περιοχής που είχανε ας πούμε κάποια φήμη;

Ν.Χ: Βεβαίως και θυμούμαι. Πρώτα-πρώτα που σου’πα και πριν, ο Μανιατογιάννης. Ήτονε κι ένας Αντωνόγιαννης από την Μεράδα, ο Ματζουράνας με τ΄όνομα, καλός οργανοπαίχτης. Ο Καραγκιουλές από τα Καλλεργιανά, ο Μαργιαναντρίκος από τον Δραπανιά...

Ι.Π: Ο Καραγκιουλές έπαιζε βιολί; Τι ήταν αυτός;

Ν.Χ: Ναι, ο Καραγκιουλές με τ’όνομα, έπαιζε βιολί καλό, εγώ προσωπικά τον είχα ακούσει μια φορά, ήμουν δεν ήμουν δέκα - δώδεκα χρονώ. 

Ι.Π: Δεν είναι σκοπός ο Καραγκιουλές;

Ν.Χ: Ναι, σκοπός, δικός του ήτονε, αυτός τον είχε βγάλει, κι άλλους δυό-τρείς. Λέγαμε τότε «Ο Καραγκιουλές σερτός». Αυτός που λές ήτανε Τούρκος, έμενε στα Καλλεργιανά, αλλά δεν πείραξε ποτέ χριστιανό άνθρωπο. Μην σου πώ δηλαδή ότι έπαιζε ακόμα και στα χριστιανικά γλέντια. Ναι. Μα μετά που αμολάρανε οι Τούρκοι, έφυγε κι αυτός, δεν κατέω από τότε ίντα γίνηκε, που πήγε; Μα θα’χει ποθάνει εδά, φαντάσου πώς ήτανε σιόκαιρος με τον μακαρίτη τον γέρο μου... 

Ι.Π: Ο Μαργιαναντρίκος τι ήταν;

Ν.Χ: Του Γιώργη ο πατέρας, του Γιώργη του Μαργιάνου ο πατέρας από τον Δραπανιά. Αυτός ήτανε στην εποχή του άφταστος οργανοπαίχτης, σωστός. Εγώ τον άκουσα σε πολλά γλέντια γιατί πάντα έπαιζε στσοι μπάντες μας. Κι από τα χέρια του έβγαλε καμπόσους οργανοπαίχτες γιατί έκαμε για ένα φεγγάρι και τον δάσκαλο. 

Ι.Π: Θυμάσαι άλλους παλιούς;

Ν.Χ: Ποιόν άλλον; Να, κι ο Φελεσογιαννάκης ο μπάρμπας μου ήτανε που σου’πα και πρίν, καλός κι αυτός. Ήτονε ο γέρο-Λαϊνάς από τα Μεσόγεια, ο Παλιμέτης που μου'δειξε λίγο όργανο, ο Μανωλάκης ο Φαντής από τα Κοτσιανά, ντρέτος άντρας αυτός. Ένας άλλος, ο Κωστάκης ο Καναρίνης ο λεγόμενος, Μπουλταδάκης στο επώνυμο από την Δρακόνα. Αυτός ήτανε ο καλύτερος τραγουδιστής 'κείνανε τα χρόνια και έπαιζε και χαριτωμένο όργανο. Μα είχε πρόβλημα, του είχε’γγίξει που λέμε και πόθανε στην ψάθα. 

Ι.Π: Δηλαδή;

Ν.Χ: Αυτός κάπου έπαιζε μια φορά, όταν ήτανε πάνω στα καλά του, κι έβαλε φασαρία και του βαρήκανε στην κεφαλή κι από τότε του’γγιξε. Εγώ τον είχα ακούσει, θα σου πώ και πού, στο πανηγύρι στα Καλουδιανά και έπαιζε χαριτωμένα και έλεγε πολλά μαντιναδάκια. Ναι. Και τραγουδούσε κι έναν σκοπό μα τον ήλεγε ανάποδα, του Ενάντιου που λέμε. Μα ήβγαλε κι άλλους σκοπούς καλούς, μα τσοι δυό στερνούς που'χε βγάλει δεν ήτανε καλοί, δεν τσοι παίζαμε κι εμείς μετά γιατί αυτός τότε είχε μπουνταλιάσει και οι σκοποί του οι στερνοί δεν ήτανε σωστοί όπως οι άλλοι...

Ι.Π: Του σημερινούς βιολιστές τους παρακολουθείς; Σου αρέσει κάποιος;

Ν.Χ: Ναι, ασφαλώς. Εγώ όταν πρωτάκουσα να παίζει τούτονα το Νικολάκη, ο Μαύρος, έ ίντα να σου λέω εδά, τα’χασα. Λέω «μα ίντα’ναι τούτονα το κοπέλι;». Ο Μαύρος έβαλε νέα πράματα στο όργανο, στσοι σκοπούς αλλά χωρίς να κάμει μπασταρδέματα. Εμείς παίζαμε με ένα άλλο σύστημα που μάθαμε από τσοι παλαιούς μας, παίζαμε πήδους με το δοξάρι και τραβούσαμε περισσότερες δοξαριές για να βγάλουμε μια στροφή. Ο Μαύρος όμως το άλλαξε αυτό, με μια δοξαριά σου βγάζει ούλη την στροφή ντρέτα και ωραία. Αυτό δεν είναι τέχνη; Έτσα καλά έπαιζε και ένας Λυραντώνης από τσοι Καλάθενες, στο ίδιο σύστημα περίπου με τον Μαύρο αλλά και με το δικό μου, αλλά δεν πρόλαβε να αφήσει μεγάλο έργο γιατί τονε σκοτώσανε οι σκυλογεννημένοι οι Γερμανοί στην κατοχή. Έπαιζε θυμούμαι συχνά έναν σκοπό, τονε λέγαμε «Του Ευθύμη το Σερτό» αλλά εδά δεν τονε κατένε μάλλον να τον παίζουνε, έχω χρόνια να τον απαντήξω αυτόν τον σκοπό. Είναι κι άλλος ένας επάε στην μπάντα μας, του Κουνέλη του Κωσταντή το κοπέλι, ο Μιχάλης, παίζει στσοι πατιές του γέρου του, από τσοι πιο νέους δηλαδή είναι ο καλύτερος αυτός. Και το Κοπανιδάκι(ο Ναύτης) που'ναι στην Αμερική παίζει καλά, έχει δικό του δοξάρι αυτός. Καλά παίζουνε κι οι νεώτεροι κι ούλοι, άμα έχει κανείς μεράκι παίζει καλά... [...]
-----------------------------------------------------------------------------------


Ι.Π: Στα γλέντια παίζατε πάνω σε πίστα;

Ν.Χ: Πίστα; Α, σαν τα παλιολλαδίτικα λέεις; Δεν είχαμε εμείς τέτοια πράματα. Μας βάνανε πάνω σε ένα τραπέζι, ή, ξεστελιώνανε κιαμιά πόρτα και την στένανε σε δυό δοκάρια και ανεβαίναμε πάνω και παίζαμε. Μας βάνανε δυό καρέκλες και καθόμασταν αυτού στην άκρα και παίζαμε. Και από κάτω ήτονε ο κόσμος και μας εθωρούσε και χόρευε...

Ι.Π: Να φανταστώ, δεν παίζατε με μηχανήματα και μεγάφωνα...

Ν.Χ: Να τα βρούμε πού; Πράμα δεν υπήρχε, όργανα στα σκέτα και απού ήθελε ν’ακούσει, άκουε. Μα έκαμε και ησυχία ο κόσμος που πράγματικά ήθελε να απολαύσει τα όργανα και τα τραγούδια. Μπορεί να ήτονε στον γάμο διακόσα άτομα, αλλά σαν αρχινίζαμε να παίζουμε, ερχόντουσαν κοντά μας για να ακούσουνε. Εδά τα τελευταία χρόνια θωρώ τα μηχανήματα και παίζουνε τα νεύρα μου. Χαλά ο κόσμος και δεν ακούγεται διάλε το πράμα. Εγώ δηλαδή αν ήμουν εδά στα καλά μου κι έπαιζα, δεν θα τα έβανα στο πρόγραμμα αυτά. Δεν ευχαριστιούμαι δηλαδή να γροικώ τον σαματά που κάνουνε. [...]
--------------------------------------------------------------------------

[...]

Ι.Π: Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Με τον Γιώργο τον Κουτσουρέλη, καθήσαμε και κοιτάξαμε μαζί τις συνθέσεις συρτών. Παρατήρησα λοιπόν και το είπα και του Γιώργου ότι οι περισσότερες – μην πώ όλες – οι συνθέσεις είναι από την Κίσαμο. Πώς λοιπόν δεν υπάρχουν και συνθέσεις από π.χ. Σελινιώτες, μιας και υπάρχει η ίδια μουσική σχεδόν κι εκεί;

Ν.Χ: Κι οι Σελινιώτες βγάλανε σκοπούς...

Ι.Π: Ναι;

Ν.Χ: Βεβαίως. Ο μέγας βιολάτορας του Σελίνου ήτονε ο Βουράκης ο Γιάννης από την Μονή. Αυτός που λές, εκτός από καλό δοξάρι, έβγαλε καλούς σκοπούς...

Ι.Π: Βουράκης είπες; Τον πρόλαβες αυτόν;

Ν.Χ: Όϊ, ήτονε παλιός αυτός, εγώ δηλαδή δεν τον αντάμωσα ποτές μου. Αλλά ήτονε κι άλλοι στο Σέλινο. Κι ένας Τζιάκης, έπαιζε λυράκι αυτός, είχε βγάλει έναν σκοπό και τον παίζανε συχνά στο Σέλινο. Κι ο Αντώνης ο Κλεινάκης είχε δυό σκοπουλάκια θαρρώ. Μα ήτονε κι άλλοι, παρά δεν τσοι θυμούμαι εδά. 

Ι.Π: Ναι αλλά πιο πολύ στην Κίσαμο βγαίνανε οι σκοποί...

Ν.Χ: Ε ναι, επαέ ήτονε και οι περισσότεροι οργανοπαίχτες κι είχανε ας πούμε πιο μαστοριά επειδή ο σερτός έχει μεγαλύτερη πέραση επαέ. Μα και παραπέρα όμως μια εποχή είχανε βγεί σκοποί, κι οι Αποκορωνιώτες και οι Κεραμιανοί δηλαδή είχανε βγάλει σκοπούς δικούς τους. 

Ι.Π: Ξέρεις να μου πείς μερικούς;

Ν.Χ: Ο Μιχάλης ο Πλακιανός που λένε, είναι ας πούμε ο πιο μάστορας σε αυτά. Εγώ δηλαδή κατέω μετρημένους να σου πώ, πέντε σκοπούς του. Κι όϊ μονάχα εγώ, κι ο Μαργιάνος τσοι κατέει, κι ο Κωστάκης το Κοπανιδάκι κι ο Γιώργης ο Κουτσουρέλης. Κι ο Καντέρης ο Γιώργης έχει θαρρώ δυό-τρείς σκοπούς και τσ’είχε πατήσει σε πλάκες όταν ήτονε στην Αμερική. Κι ο Γαλαθιανάκης έχει βγάλει έναν σκοπό ωραιότατο, κι ο Κουφιανός που είπαμε προ λίγου είχε και αυτός δικό του σκοπό. Κι είναι κι άλλοι βεβαίως, παρά δεν εκάμανε ντόρο ας πούμε. 

Ι.Π: Σαν συνθέτη, ποιόν παραδέχεσαι πιο πολύ;

Ν.Χ: Ούλους τσοι παλαιούς παραδέχομαι εγώ. Ούλους.

Ι.Π: Πιο πολύ όμως δεν ξεχώρισε κάποιος;

Ν.Χ: Γιάε, εγώ δενε πρόλαβα τσοι Κιώρους. Αλλά με αυτά που κατέμε να παίζουμε σήμερα και είναι δικά τωνε, πάει να πεί ότι είχανε μαστοριά. Για τσοι δυό λέω, τον έναν τον Στεφανάκη τον πρόλαβα στα γεράματα του. Κι ύστερα, ο Μαριαναντρίκος έκαμε καλά καλή δουλειά, μας άφηκε κλερονομιά μερικά σερτά που’ναι σκέτο καμάρι. Κι ο Φαντής ο Μανώλης το ίδιο, κι ο Φελεσογιαννάκης κι ο Καραγκιουλές. Γι’αυτό σου λέω, παραδέχομαι ούλους τσοι παλαιούς που μας αφήκανε σκοπούς, δεν ξεχωρίζω κάποιον. 

Ι.Π: Τους περισσότερους σκοπούς ποιός όμως τους έβγαλε;

Ν.Χ: Από παλαιούς με ρωτάς;

Ι.Π: Γενικά, από όλα αυτά που μέχρι τώρα γνωρίζεις...

Ν.Χ: Ναι. Ο Τζέγκας θαρρώ ότι έβγαλε τσοι πια πολλούς σκοπούς. Ναι, αυτός. Και μετά είναι ο Κωστής ο Καναρίνης. Αλλά είναι κι άλλοι παλιοί...[...]

1.ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960.ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑΤΖΑΓΚΑΡΑΚΗΣ(ΤΖΙΜΑΚΗΣ),ΧΑΡΧΑΛΟΝΙΚΟΛΗΣ ,ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ,ΜΑΝΩΛΗΣ ΤΖΙΝΕΥΡΑΚΗΣ,ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΩΝΙΩΤΑΚΗΣ,ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ

Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από την ερασιτεχνική συνέντευξη του Νικολή Χάρχαλη στον ερασιτέχνη μελετητή Ιωάννη Παπαδάκη (Ελληνοαμερικάνο) που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1970 στα Χαρχαλιανά Κισάμου. Ευχαριστούμε από καρδιάς τους απογόνους του Ι.Παπαδάκη, Μανώλη-Κώστα-Ελένη για την ευγενή παραχώρηση των αποσπασμάτων αυτών, καθώς και για τα αποσπάσματα από συνεντεύξεις άλλων καλλιτεχνών που θα προβληθούν στο μέλλον από το blog μας. Θα διαβάσετε πολύ σημαντικά πράγματα από την ζωή του Χάρχαλη, αλλά και για την μουσική μας παράδοση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η καταγραφή από τον Ιωάννη Παπαδάκη που προσπάθησε να μεταφέρει ακόμα και την ιδιωματική γλώσσα-προφορά του Χάρχαλη.

+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Ι.Π: Με την μουσική πώς ασχολήθηκες; Πως ξεκίνησες να παίζεις;
Ν.Χ: Εμείς στην οικογένεια μας πάντα γλεντίζαμε. Ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος ήταν καλά καλός τραγουδιστής και άξιος χορευτής και μερακλής. Θυμούμαι να παίζει ένα μαντολινάκι στσοι παρέες, μην φανταστείς σπουδαία πράματα, ίσα ίσα για να κάνει κέφι η παρέα. Ο Μανιάς ο γεροντής ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου και ερχότανε σπίτι μας και έπαιζε πολύ συχνά….
Ι.Π: Ο Μανιάς; Ποιος ήταν αυτός; Μουσικός;
Ν.Χ: Ναι, ο Μανιατάκης ο Γιάννης από τα Μαρεδιανά, επάε ένα χωριό. Βιολί έπαιζε, 
ήτανε άσος στην εποχή του. Από αυτόν εγώ ζήλεψα και ήθελα να πιάσω όργανο. Αλλά ήμουνα μιτσός και τα χέρια μου δεν φτάνανε το βιολί. Με τα πολλά έθιαξα μοναχός μου ένα λυράκι με αθανάτους και έπαιζα μοναχός μου. Ο πατέρας μου όμως είδε ότι το ήθελα πολύ το όργανο και μου πήρε μια κανονική λύρα. Και έτσι έπαιζα σιγά σιγά μέχρι να μάθω μερικά σκοπουλάκια. Η συγχωρεμένη η μάνα μου, είχε έναν αδερφό, τον Γιαννάκη τον Φελεσάκη από τον Αερινό που εκείνη την εποχή ήτανε η φίρμα στα Πανωμέρια. Αυτός που λές ο Φελεσογιαννάκης πρίν πιάσει το βιολί έπαιζε λύρα και γι’αυτό μου έδειξε μερικά πράματα...
Ι.Π: Το βιολί δεν το είχες σκεφτεί καθόλου τότε;
Ν.Χ: Ε μα αυτό θέλω να σου πώ, εμένα μου άρεσε πιο πολύ το βιολί. Ζήλευα τσοι βιολατόρους που πήγαινα στα γλέντια. Αλλά σου είπα, ήμουνα μιτσό κοπελάκι και δεν μου σερβίριζε να βαστίξω το βιολί καλά. Όταν όμως μεγάλωσα κάπως, ο πατέρας μου, μου αγόρασε ένα βιολί. 
Ι.Π: Και πήγες σε δάσκαλο να μάθεις;
Ν.Χ: Ποιόν δάσκαλο; Τότες δεν υπήρχανε ούτε δασκάλοι ούτε πράμα. Ό,τι έπιανε το αφτί μου στα γλέντια. Ήτανε ένας Παλιμέτης, πήγα μερικές φορές και μου’δειξε λίγα πράματα, ήτανε καλός αυτός. Κι ένας άλλος, ο Γιαννούδης, μου έκαμε δύο τρία μαθήματα. Κι ο μπάρμπας μου ο Φελεσογιαννάκης κι αυτός μου’δειξε μερικά. Αλλά πιο πολύ, ό,τι έπιανε το αφτί μου. Άκουγα στα γλέντια τσοι βιολατόρους κι ύστερα πήγαινα σπίτι και έκανα μπρόβες μοναχός μου. [..]
---------------------------------------
Ι.Π: Ποιανού ο πατέρας ήταν; Μπαλαμπός;
Ν.Χ: Ναι, ο Μπαλαμπός ο Κωστάκης από τα Μπαλαμπιανά, παλιός κι αυτός. Έπαιζε, αλλά υπήρχανε άλλοι πολύ πιο καλύτεροι. Αυτός βέβαια είχε ένα άλλο καλό, κάτεχε πολλά σκοπουλάκια να παίζει, ήταν αβάρετος στα γλέντια δηλαδή. Εγώ είχα ακούσει κι άλλον έναν παλιό, τον Τριανταφυλλάκη, τον Κιώρο τον λεγόμενο από τον Γαλουβά. Αυτοί οι Κιώροι ήτανε μουσικοί από παλιές γενιές. Κι ο πατέρας του, κι ο λάλος του ήτανε βιολατόροι. Αυτός είχε ένα βιολί ακριβό, δεν κατέω εδά που βρίσκεται. Τον είχα ακούσει αυτόν που λές σε μια γιορτή σταΖαχαριανά, ήτανε πολύ γέρος τότε, αλλά έπαιζε σωστά και σκεφτόμουν «μα δηλαδή, στα νιάτα του πόσο καλά ακόμα θα έπαιζε;». 
Ι.Π: Μόνο βιολιά υπήρχαν τότε;
Ν.Χ: Στα γλέντια ήτανε το βιολί. Δηλαδή, όποιος ήθελε να παίξει κάποιο όργανο να προκόψει, έπαιζε βιολί. Ο κόσμος στα γλέντια ζητούσε δηλαδή συνέχεια να παίζουν βιολιά. Τα λαγούτα, μην φανταστείς, ζήτημα εδά και κιαμιά ογδονταριά χρόνια να έχουν κάμει δουλειά. Παλιά δεν θυμούμαι εγώ να υπάρχουνε πολλά λαγούτα. Τότε, πρό του 1890, ζήτημα να παίζανε σε ούλη την Κίσαμο 6-7λαγούτα...
Ι.Π: Λύρες παίζανε; Μαντολίνα;
Έντονα
Ν.Χ: Επαέ, έπαιζε καλή λύρα ο Νικηφόρος ο Μαυροδημήτρης, του Σταύρου ο πατέρας. Ήτανε ο καλύτερος τση Κισάμου. Αυτόν τον θυμούμαι πολύ καλά γιατί τον έζησα σε πολλά γλέντια και παρέες. Δεν ήθελε και πλερωμή, ένα λαϊνάκι κρασί να του’βανες και ένα μεζεδάκι και καθότανε ούλη την νύχτα κι έπαιζε. Έκανε κάτι όμορφα γυρίσματα στον Λουσακιανό σκοπό. Είχε έναν λαγουτιέρη από τσοιΚαλάθενες, έναν Σγουρομάλλη με σαλουβάρια και παίζανε σε ούλα τα χωριά τση μπάντας μας, από το να πάς Καλλεργιανά μέχρι πάνω στα Τσουρουνιανά. Αυτός ήτανε ας πούμε έτσα φίρμα έπαε πέρα. Τώρα’δά, ανε παίζανε κι άλλοι, αλλά όχι στα γλέντια, ναι, ήτανε μερικοί, κατέω μερικούς μα δε ζούνε εδά..
Ι.Π: Γιατί συνέβαινε αυτό;
Ν.Χ: Ποιο;
Ι.Π: Το ότι δεν παίζανε πολλές λύρες στην Κίσαμο.
Ν.Χ: Η λύρα δεν μπορούσε να παίξει σωστά τα δικά μας τραγούδια όπως το βιολί. Δηλαδή, σαν να λές αντί για τα δώδεκα ευαγγέλια, τα έξι. Κατάλαβες έ; Όσο καλός κι αν ήτανε ο οργανοπαίχτης, δεν μπορούσε να πιάσει όλο τον σκοπό σωστά. ΟΝικηφόρος που ήτονε άξιος οργανοπαίχτης, από ένα σημείο και μετά άφηνε τον σκοπό να πάει μόνος του, δεν έφτανε δηλαδή το όργανο να τονε παίξει ολάκερο. Είχε και ένανε με κλαρίνο και του έπαιζε στα μέσα του σκοπού για να κρατήσει τα μέτρα. Στο Ηράκλειο ή στο Ρέθεμνος που παίζουν άλλους σκοπούς, μπορεί η λύρα να τα παίζει καλιά από το βιολί, αλλά επαέ, στην Κίσαμο, το βιολί είναι ο άρχοντας των οργάνων. Και στο Σέλινο ασφαλώς και στα άλλα μέρη των Χανίων. Εμείς δηλαδή πάντοτε παίζαμε βιολιά, κι η δικιά μου γενιά και του πατέρα μου και του παππού μου κι ουλωνώ. Ήρθε οπέρυσις ένας Γάλλος επαέ κι ήτανε λέει μουσικάντης καθηγητής και μας έλεγε ότι στην Κίσαμο παίζουνε βιολί πεντακόσα χρόνια. Γροίκα πράματα. Παλιά, πριν το βιολί αμα με ρωτήσεις δεν κατέω ήντα όργανα είχανε. Μπορεί να είχανε τα φιαμπόλια πως τα λένε, κι άλλα. Και μαντολίνα. Ναι. Θυμούμαι τα μαντολινάκια στσοι παρέες και παίζανε ετσά γλυκά. Μα δεν τα θέλανε οι παλιοί βιολατόροι να παίζουνε στα γλέντια γιατί λέει δεν είχανε δυνατό ήχο. Μαντολινάκια παίζανε πολύ οι κοπελιές. Δηλαδή, να άκουγες τσοι κοπελιές που παίζανε μαντολινάκια και τραγουδούσανε, ωραία πράματα. Και πώς τα λένε τ’άλλα, μπουζούκια. Ναι. Εγώ πρόφταξα μερικούς που παίζανε μπουζούκια. Στον Δραπανιά ήτανε δυό και παίζανε, κι άλλος ένας ήτανε στοΚολυμπάρι. 
Ι.Π: Μπουζούκια; Ποια, αυτά που παίζουν στα λαϊκά και στα ρεμπέτικα;
Ν.Χ: Δεν κατέω εγώ ρεμπέτικα και τέτοια. Παίζανε μπουζούκια, έτσα τα λέγαμε, σαν τα λαγούτα αλλά πιο μιτσά τα σκάφη των και είχανε μακρουλούς λαιμούς. Ήτονε κι ένας στο Ρέθεμνος κι ακόμα δηλαδή είναι, κι έπαιζε τέτοιο όργανο, οΣτέλιος ο ρολογάς, τ’ανήψιο του Καρεκλά, θαρρώ και παίζει κι ακόμα αυτός, ωραίο παίξιμο, μερακλήδικο.
Ι.Π: Μάλιστα. Η δική σου η γενιά πιστεύεις ότι έβγ
Έντονααλε καλούς βιολιστές;

Ν.Χ: Αυτό θέλει κουβέντα και θα σου πώ γιάντα το λέω. Οι παλιοί μας, που είχανε φτωχά πράματα, παλιά όργανα, πιστεύω ότι σε κάποια πράματα είχανε καλύτερη τέχνη. Δηλαδή, ο Ματζουράνας έπαιζε έναν σκοπό δικό του, τον Σερτό τουΜατζουράνα που λέγαμε, κι όταν τον έπαιζε δεν του έβριστες ψεγάδι. Αυτόν τον σκοπό να τον έπαιζα ακόμα κι εγώ, κάτι άσχημο θα του έβριστες. Κατάλαβες; Εμείς μπορεί να κάναμε προόδους σε κάποια πράματα, όμως οι παλιοί μας ήταν πιο σωστοί. 
----------------------------------------------------------------
[....]
Ν.Χ: Δικούς μου σκοπούς εγώ Γιάννη, δεν έχω. Σκοπούς βγάνανε οι παλαιότεροι και μερικοί άλλοι...
Ι.Π: Ξέρω όμως ότι έχεις κι εσύ κάτι...
Ν.Χ: Ναι, έπαιξα σερτά, που υπήρχανε βέβαια και από παλαιότερα. Εγώ απλά έβαλα περισσότερα στολίδια και τα έθιαξα κάπως αλλιώς. Ήτανε σερτά που δεν υπήρχε γνωστός συνθέτης για αυτά, ειδάλλως ούτε καν θα τα ακουμπούσα. Για να σου δώσω να καταλάβεις, ο σερτός του Χάρχαλη που λένε, είναι σκοπός παλαιότατος που δεν κατέμε ποιανού είναι. Είχα ρωτήξει και τον Ματζουράνα να μου πεί ποιανού είναι ο σκοπός, κι αυτός μου έλεγε ότι δεν κατέει αλλά τονε παίζει τον σκοπό αυτό από το 1860 περίπου. Εγώ τον έπαιξα με έναν άλλο τρόπο, διαφορετικό, του έβαλα κάμποσα γεμίσματα κι επειδή μου άρεσε και τον έπαιζα συνέχεια, το κολλήσανε οι άλλοι «ο Σερτός του Χάρχαλη». Κι άλλος ένας σκοπός που μου αρέσει πολύ είναι ο Θερισιανός, μα δεν είναι ολάκερος δικός μου. Δηλαδή, εγώ έπαιζα πάνω στον Χανιώτικο σκοπό κι έκαμα κάμποσα γυρίσματα δικά μου και τον έθιαξα με έναν τρόπο για να τον αφιερώσω στσοι Θερισιανούςπου πάντοτες εκτιμούσα γιατί με καλούσανε κάθε χρόνο να τωνε παίζω στα γλέντια τους. Και πάντα μου, στα θερισιανά γλέντια ξεκινούσα με αυτό τον σκοπό. Κι έμεινε λοιπόν αυτός ο σκοπός έτσι. Αλλά Γιάννη, στο ξαναλέω, δεν τα θεωρώ αυτά τα σερτά σαν προσωπικές μου συνθέσεις. Είναι, πώς να στο πώ...
Ι.Π: Σαν διασκευές ας πούμε ε;
Ν.Χ: Ναι, αυτό. Χαριτωσιές που λέγανε οι παλιοί. Εγώ Γιάννη, δεν ήθελα να φάω τον κόπο κιανενός. Γιατί ο άλλος έχει φάει ιδρώτα για να βγάλει έναν σκοπό. Εγώ λοιπόν γιάντα να τονε πάρω και να πώ «να, δικός μου είναι». Ποτέ δεν είπα «όχι» όταν μου ζητούσανε οι νεώτεροι να τωνε μάθω μερικούς παλιούς σκοπούς. Γιάντα το λοιπόν μετά κάθονται και λένε ότι είναι δικά τωνε γεννήματα; 
Ι.Π: Δηλαδή; Πιστεύεις ότι μερικοί έχουν πάρει σκοπούς από άλλους και τους έχουν κάνει δικούς τους; Σε ρωτάω γιατί και με τον Κωστή τον Ναύτη πρίν λίγους μήνες στην Αμερική είχαμε την ίδια κουβέντα και με ενδιαφέρει πραγματικά η άποψη σου.
Ν.Χ: Να μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα γιατί θα παίξω κάμποσες βλαστημιές πάλι. Τσοι προάλλες πάλι είχαμε την ίδια κουβέντα στου Γιώργη τον καφενέ. Και των είπα ουλωνών εγώ «βρείτε μου έναν σήμερα κι απόης να μην έχει πάρει έστω μισή στροφή από έναν παλιό σκοπό». Και γυρνά ένας και μου λέει «μα ο τάδε σκοπός είναι καινούργια σύνθεση». Και λέω, μα ίντα κουβεντιάζεις εδά; Εγώ αυτό τον σκοπό τον άκουσα το 1910 να τονε παίζει ο Φαντομανώλης κι εσύ μου λές ότι είναι προπέρσινος; Εμείς Γιάννη παίζαμε το 1910, το 1920 πολλά σερτά και σήμερα γροικώ από μερικούς και λένε «είναι σκοπός προσωπικής μου έμπνευσης». Και λέω, γιάε εκιέ μια κοπρά που καμαρώνει. Και σου μιλάω για σκοπούς που παίζαμε εμείς προ εβδομήντα χρόνους. Και βάλε κι αυτούς που παίζανε οι παλιοί μας και τσοι βγάλανε πριν έναν αιώνα. Μα αυτό δηλαδής δεν είναι ατιμία; Πές ότι ο Ματζουράνας ήτονε απονήρευτος, ήτονε αμάθητος και καθόμουν εγώ και τσιμπούσα 2-3 σερτουλάκια δικά του και καμωνόμουν ότι τα πρωτόπαιξα εγώ. Με ίντα μούτρα μετά θα έλεγα καλημέρα αυτού τ’ανθρώπου; Δεν είναι ντρέτα πράματα αυτά. 
Ι.Π: Πιστεύεις ότι αυτά τα κάνουν εκτός Χανίων, ή και Χανιώτες;
Ν.Χ: Παντού τα κάνουν. Να σου πώ και κάτιτις. Βγαίνει μια φορά, θα’τανε περίπου το ’35 ποθές ο Καρεκλάς, ο Παπαδάκης που λέγανε από το Ρέθεμνος. ΑυτόςΈντοναήτανε ο καλύτερος του Ρεθέμνους τότε, έπαιζε λύρα που σηκώνονταν κι οι πέτρες να χορέψουνε. Βγαίνει το λοιπόν στην Χώρα, στα Νεώρια που ήτονε μερικές ταβέρνες και λέει «σήμερα θα σας παίξω έναν καινούριο ρεθεμιώτικο σκοπό». Κι ίντα θαρρείς ότι’παιξε; Τον Σελινιώτικο. Και του λέει ο Σταύρος οΜαυροδημήτρης, «μα είσαι στα καλά σου; Εμείς αυτόν τον σκοπό τονε παίζουμε εξήντα και βάλε χρόνους.» Και λέει και ο Καρεκλάς «μα να, εγώ τον άκουσα από τον Ροδινό που τον έπαιζε κι εθάρρουνα ότι είναι δικός μας»…

Ι.Π: Ο Μαυροδημήτρης έπαιζε μαζί με τον Καρεκλά;
Ν.Χ: Όϊ, ο Καρεκλάς έπαιζε με τον ανηψιό του. Εμείς παίζαμε σε μια διπλανή ταβέρνα κι είχαμε πάει λίγο για να ακούσουμε τον Καρεκλά διότι εγώ τον συμπαθούσα σαν οργανοπαίχτη. Ναι, κατάλαβες δηλαδή; Επειδή τον έπαιζε τον σκοπό ο Ροδινός πάει να πεί ότι τον έβγαλε αυτός; 
Ι.Π: Ο Ροδινός που τον ήξερε τον σκοπό αυτόν;
Ν.Χ: Ο Ροδινός, σαν υπηρετούσε στρατιώτης στη Χώρα, είχε έρθει και σε’μένα να του δείξω. Εγώ όμως έπαιζα σε γλέντι και του είπα «ό,τι πιάσεις». Αυτός ερχότανε όντε έπαιζα και καθότανε 3-4 ώρες σου λέω και άκουσε μερικούς σκοπούς. Του είχε δείξει όμως και ο Γιώργης ο Μαργιάνος μερικά σκοπουλάκια. Και ίντα’καμε το λοιπόν. Πήρε δυό-τρείς πλάκες του Χαρίλαου τ’Αμερικάνου, ξεπατήκωσε τσοι σκοπούς, προσπάθησε να τσοι παίξει όπως κι όπως και ύστερα νόμιζε ότι μπορεί να παίξει ούλα τα σερτά. Μα δεν είναι ετσά όμως. Μετά έκαμε και δυο πλάκες και έπαιξε μερικά χανιώτικα σερτά και τα έκαμε αγνώριστα. Και ύστερα πόθανε το κακορίζικο και άφηκε όνομα.
Ι.Π: Δηλαδή, δεν ήταν καλός λυράρης;
Ν.Χ: Καλός αλλά δεν ήτανε ο καλύτερος Γιάννη. Μπορεί να είχε μεράκι, αλλά υπήρχανε τότεσας στο Ρέθεμνος οργανοπαίχτες που ήτανε πέντε σκαλοπάτια παραπάνω από τον Ροδινό. Και ο Καραβίτης μου έλεγε πως όταν είχε πρωτοβγεί στα πράματα (ο Ροδινός), δεν τονε θέλανε στο Ρέθεμνος και πολύ. Αλλά απόθανε το κακορίζικο νωρίς πολύ, ήτονε και καλό κοπέλι και ο κόσμος ανέβασε το όνομα του. Αμα δεν πόθαινε όμως, δεν θα είχε αφήσει ούλη αυτή την φήμη.
Ι.Π: Μήπως είσαι λιγάκι αυστηρός αυτή την στιγμή;
Ν.Χ: Εγώ λέω την αλήθεια. Αυτό που με ρωτάς , αυτό σ’αποκρίνομαι. 
Ι.Π: Ναι αλλά σήμερα ο Ροδινός θεωρείται ας πούμε κλασσικός λυράρης….
Ν.ΧΓιάννη, αν άκουγες εκείνα τα χρόνια λυρατζήδες θα καταλάβαινες ποιοι ήτονε πραγματικά οι άφταστοι. Ανε πρόφτανες τον Κουφιανό, τον Νικηφόρο, τονΚαντέρη, εκειά να ζαλιζόσουνα από την γλύκα που βγάνανε. Υπήρχε κι ο Καραβίτης στο Ρέθεμνος, όφου και που’σουνα να τον ακούς να τραγουδεί και να παίζει να μην σου κάνει όρεξη να φύγεις. Τόσο καλός ήτανε. Κι ένας άλλος, οΛαγός ο λεγόμενος, Ρεθεμιώτης κι αυτός, έπαιζε μια ωραιότατη λύρα…
Ι.Π: Ο Λαγός ήταν νεώτερος του Καραβίτη
Ν.Χ: Δεν κατέω, μπορεί να ήτονε και σιόκαιροι αλλά δεν έχει σημασία. Ο Λαγόςκαι ο Καραβίτης κι ο Καρεκλάς ο Παπαδάκης, αυτοί οι τρείς ήτονε οι καντονάδες του Ρεθέμνους. 
Ι.Π: Να καταλάβω ότι δεν συμπαθείς πολύ την λύρα έ;
Ν.Χ: Αυτό δεν είναι αλήθεια. Εμένα μ’αρέσουνε ούλα τα όργανα που παίζουνε καλή μουσική. Κι ας είναι και βιολί και λύρα και λαγούτο και σαντούρι και μπουζούκι. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ο ξιπασμένος οργανοπαίχτης, κι ο ακάτεχος. Ο Σταγκάκης ας πούμε, αυτός που θιάζει και λύρες εδά (σ.σ. Εννοεί τον Μανώλη Σταγάκη). Ο Σταγκάκης, μια φορά που ήμουνα στο Ρέθεμνος στηνΕπισκοπή, με πλησίασε να του πώ μερικούς σκοπούς αλλά δεν του έδειξα. Και ακόμα μου το κρατά. Ναι. Προ καιρού που είχε ανταμώσει με τον Σταύρο τονΜαυροδημήτρη, ναι, του το έλεγε « Ο Χάρχαλης τότες δεν μου έδειξε». Και να κάτεες όμως πόσα γλέντια δανεικά του'δωκα μιαν εποχή στ'Αποκορωνιώτικαπου δεν είχε να φάει. Και μετά, καθίζει και λέει για'μένα. Είναι σέβας αυτό;... [...]
-------------------------------------------------------------
[.....]
Ι.Π: Τότε πως σε πληρώνανε; Χαρτούρα σου ρίχνανε, ή έπαιρνες και προκαταβολή;
Ν.Χ: Τα χρόνια που, στο είπα και πρίν, ήτονε φτωχά. Μπορώ να σου πώ ότι πολλά γλέντια στα νιάτα μου, είκοσι χρονών, τα έπαιξα τζάμπα εντελώς. Δεν είχε ο κόσμος να φάει, θα είχε να χορέψει θαρρείς; Μας εβάνανε λάδι, κρασί, τσικουδιά, μας εδούδανε που και που κιαμιά όρθα, τέτοια πράματα. Παράδες από το ’20 και μετά ξεκινήσανε να βάνουνε. Τα καλοστεκούμενα σπίτια δίνανε κάτιτις παραπάνω, τα πιο παρακατιανά ας πούμε, μπορεί και πράμα. Ε, μερικοί για να με σιγουρέψουνε, μου λέγανε «πάρε κουμπάρε δυό λίρες μπροστάντζα και όταν θα παίξεις θα πάρεις κι άλλες». Αλλά εγώ, ρώτα όποιονα θές, ποτέ δεν έκαμα μπαγαποντιά και να μην πάω να παίξω. Πάντα, όταν έδινα το λόγο μου, τονε τηρούσα. Μου έλεγε ο άλλος, δεν έχω πολλά να σου δώσω. Ε και, του έλεγα, νύχτα είναι, θα περάσει. Θα πιούμε, θα χορέψομε και θα κλέψομε μια του χάρου. Για τσοι παράδες θα στεναχωριόμαστε; [...]
----------------------------------------------------------------------
[...] Ι.Π: Τον Τζέγκα τον ήξερες;
Ν.Χ: Ο Τζέγκας πήγαινε όπου παίζανε τα όργανα. Όποιος και να’παιζε, πήγαινε και καθότανε να τραγουδήσει. Εγώ τονε γνώριζα καλά γιατί ψώνιζα κι από αυτόν αρκετές φορές τα ψάρια. Και σε μερικά μου γλέντια είχε έρθει να τραγουδήσει κι όταν κουραζόμουνα, τον άφηνα να πεί κιανά μαντιναδάκι. Στην χάση και στην φέξη σκάρωνε το σκοπουλάκι. Να σου πώ κι ένα περιστατικό. Είχε βγάλει έναν σερτό, κάπου το’30 θα ήτανε πρέπει. Θαρρώ ήτονε ο πρώτος σκοπός του. Εγώ τότε καθόμουνα στο Καστέλι στον καφενέ κι ήμουνα έτοιμος να πάω να παίξω σε έναν γάμο στο Βουργάρω και έρχεται ο Τζέγκας και μου λέει «Χάρχαλη,γροίκα κάτι». Και μου τραγουδά έναν σκοπό. Μ’άρεσε, πιάνω το βιολί και τον αρπάζω επί τόπου. Και μου λέει ο Τζέγκας «έτσα θα παίζεται από εδώ και πέρα». Πιάνει κι οΚουτσουρέλης το λαγούτο και ξεκινά κι αυτός και τον βγάνουμε τον σκοπό μέσα σε δέκα λεφτά, όπως τον ήθελε ακριβώς ο Τζέγκας. Και λέει ο Τζέγκας, «επειδή τον έβγαλα στ΄ακρωτήρι, θα τονε αφιερώσω στη Γραμπούσα». Κι έτσα έμεινε ο σκοπός αυτός. Γροίκα δά και το καλό. Δεν περνούνε ούτε τρία χρόνια, εμείς τον παίζαμε παντού αυτό τον σκοπό, κι έρχεται στα χέρια μου μια πλάκα που μόλις είχε φτάσει από την Αμερική από τον Χαρίλαο. Βάνουμε την πλάκα στο μαραφέτι κι ίντα έπαιζε θαρρείς; Το Γραμπουσιανό σερτό με την ονομασία «σερτός τουΧαρίλαου». Κατάλαβες; Μετά βέβαια μάθαμε, ο Καντερογιώργης μου το είχε πεί, ότι ένας ντόπιος Καστελιανός που έπαιζε λαγούτο, είχε φύγει εκείνη την χρονιά στην Αμερική να πάει να ζήσει και ήβρηκε τον Χαρίλαο και του σφύριξε κάμποσα σερτά, ένα από αυτά και τον Γραμπουσιανό. Κι ο Χαρίλαος πήγε επί τόπου και τον έπαιξε στην πλάκα μετά. 
Ι.Π: Ο Τζέγκας δηλαδή σε εμπιστευόταν έ;
Ν.Χ: Δεν του έκαμα ποτέ κωλοτούμπα, όϊ μόνο του Τζέγκα, ουλωνώ επαέ. ΟΜαριάνος κληρονόμησε από τον πατέρα του μερικά σερτουλάκια. Μα κι αυτός, ποτέ δεν είπε ότι «ξέρετε κύριοι, τα έγραψα εγώ». Ποτέ. Πάντα έλεγε "εδά θα σας παίξω την σειρά του πατέρα μου"... [...]
---------------------------------------------------------
Ι.Π: Πιο συχνά σε ποια μέρη έπαιζες;
Ν.Χ: Όπου με καλούσανε ο κόσμος, έπαιζα. Και στο Σέλινο και στα Κεραμιά στα μαδαροχώρια και στα Σφακιά, παντού. Τα περισσότερα γλέντια εντάξει, τα είχα επαέ στην Κίσαμο στα γύρω χωριά, αλλά έπαιξα σχεδόν σε ούλα τα Χανιά, από το Σφηνάρι μέχρι τον Κουρνά και την Ασή Γωνιά. Στο Σέλινο έπαιζα τακτικά, σε γάμους και πανηγύρια, είχα πολλούς φίλους εκειά πέρα, είχα και τον λαγουθιέρη τον Κλεινάκη τον Αντώνη, σπουδαίος οργανοπαίχτης αυτός. Μαζί παίζαμε για πολλά χρόνια στα σελινιώτικα γλέντια. Και στα Κεραμιά ήτονε ένας Αθούσης, σπουδαίος χορευτής και έκανε πανηγύρι και με καλούσε κάθε χρόνο. Στα Σφακιάέπαιζα μέχρι τοΈντονα '35 κάθε χρόνο σχεδόν στην Αράδαινα, στον Άγιο Γιάννη, στοΜουρί και σ’άλλους τόπους. Στην Ανώπολη είχα φίλους, αλλά επειδή βαστούσε η ρίζα των Μαργιάνων από’κειά, έπαιζε ο Γιώργης. Στα Λιβανιανά το ’25 πήγαμε να παίξουμε σε έναν γάμο και καθήσαμε εκειά δέκα μέρες, δεν μας αφήνανε να γαήρομε πίσω. Με το που πήγαμε να φύγομε, ένας από την παρέα μας επήρε με το ζόρι να πάμε στο σπίτι του στση Αγιάς Ρουμέλης στη Σαμαριά με βάρκα, γυαλό γυαλό, μου βγήκανε τα σκώθια μου, κάτσαμε κι εκειά άλλες πέντε μέρες και γλεντίζαμε κι άντε πάλι να γαήρω στα Λιβανιανά που'χα παρετημένη την φοράδα μου. Είχα τότεσας μια καλή φοράδα και δεν καταλάβαινε αυτή από γκρεμνά και κακοδρομιές και μπόρουνα να γυρίζω ούλα τα χωριά με άνεση ας πούμε. Αλλά θέλαμε και μέρες για να πάμε από τον ένα τόπο στον άλλον γιατί δρόμοι δεν ήτονε, λεωφορεία δεν ήτονε, κι όποτε φτάναμε. Μια φορά, αργήσαμε να πάμε σε έναν γάμο στου Καμπανού κι αιτία ήτανε που μας καθυστερούσανε στα χωριά που περνούσαμε, μας κατεβάζανε από τ’άλογα και μας κερνούσανε. Στην Μάζα μας κρατήσανε θυμούμαι πάνω από πέντε ώρες να παίζουμε στα καφενεία. Μπορεί να έκανα και δεκαπέντε μέρες κι είκοσι μέρες κι έναν μήνα να γαήρω στο σπίτι μου από τα γλέντια. Ποτέ δεν μπορούσα να πώ με σιγουριά «θα πάω τρείς μέρες στσηΜελισσιάς και θα γαήρω σπίτι». Γιατί έφευγα από τση Μελισσιάς από το μονοπάτι και περνούσα από το Σηρικάρι και με στένανε εκειά και δεν μπορούσα να φύγω και κάθιζα δυό μέρες. Πάντα κάποιος θα μας έπαιρνε να πάμε να παίξομε σπίτι του, σε κιανα πανηγύρι και αργούσα πάντοτες να γαήρω σπίτι μου και μόλις ήθελα να δείξω στο χωριό, πηγαίνανε και λέγανε τση γυναίκας μου « Ήρθε ο άντρας σου», κι αυτή έβγαινε στην αυλή και μ’αρχίνιζε στσοι ψαλμούς (γέλια)...[...]

------------------------------------------
Ι.Π: Έπαιζες και ευρωπαϊκά τραγούδια;
Ν.Χ: Ναι, βεβαίως, δεν τα'παιζα όπως οι σπουδαγμένοι, αλλά το κατάφερνα. Γιατί ήτανε ας πούμε τότε κολακευτικό πράμα το να κατέει ένας οργανοπαίχτης να παίζει τέτοια πράματα. Μια φορά να σου πώ, έπαιζα σε ένα καλό σπίτι, αρχοντόσπιτι δηλαδή, στη Χαλέπα, αρραβώνιαση. Κι ο γαμπρός ήτανε έμπορας από την Αθήνα κι είχε φερμένους καμπόσους ετσά αριστοκράτες, δασκάλους και τέτοια. Και των έκαμα καλή εντύπωση που έπαιζα τέτοιους χορούς και ευχαριστηθήκανε και μάλιστα, ένας μου έδωκε ρεγάλο ένα καλό ρολόϊ, ιταλικό. 
Ι.Π: Καλό δώρο έ;
Ν.Χ: Για’κείνους τσοι χρόνους ναι, σου μιλώ για πρίν τον πόλεμο. Μα δεν μου’μεινε το ρολόϊ γιατί το έδωκα ενός συγγενή μου να μου το κουρντίσει κι αυτός το πήρε και δεν το γάηρε ποτές. 
Ι.Π: Πάντως μπάρμπα-Νικολή, παρόλο που’σαι μεγάλος, στέκεις καλά. Κι αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ότι το μνημονικό σου δουλεύει άριστα..
Ν.Χ: (γέλια) του διαόλου μυρίζω πρέπει (γέλια). Γιάε, εμείς ζούσαμε πώς να στο πώ, στην εξοχή, δεν μας μαγάρισαν οι πολιτείες και αυτά τα πράματα που γροικώ και λένε. Εμένα δεν μου άρεσε το περίσιο πράμα. Δηλαδή, θα πιώ στην παρέα, αλλά δεν θα πιώ κι ένα βαρέλι. Θα έπαιρνα ένα τσιγάρο να φουμάρω στην παρέα αλλά δενε φούμερνα και πενήντα. Θα μου πείς, κι ο Μαργιάνος καλή ζωή έκανε, δεν ήτανε τση περίσιας κι αυτός, ζήτημα δηλαδή στη ζωή του να έχει πιωμένες πέντε οκάδες κρασί και μισή οκά τσικουδιά, μα να’τονε, την έπαθε την ζημιά προ καιρού. Από την άλλη πάλι λέω, κι ο Κουνελοκωσταντής έπινε που του’δινε και καταλάβαινε. Αυτός εγέμιζε κρασί το βιολί κι έπινε από τσοι τρύπες, κι έτρωε ένα ρίφι στην καθησιά του. Αμα δεν έπινε πέντε-έξι κρασιές και να φάει κάμποσες μπουκιές κρέας δεν χερίκωνε να παίξει. Μα να που έζησε σχεδόν εκατό χρόνους. Είναι στον άνθρωπο δηλαδή. Και σκέψου ότι εγώ έχω καεί στην ζωή μου με το κοπέλι μου και με δικούς μου ανθρώπους, στεναχώριες δηλαδή που να μην τσοι ζήσει άνθρωπος. Ούλα είναι απ'τον Θεό...



http://kissamoschania.blogspot.com/
 

About creteonair

This is a short description in the author block about the author. You edit it by entering text in the "Biographical Info" field in the user admin panel.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου