ΤΟΥ ΣΗΦΗ ΛΕΚΑΚΗ
Ο πρώτος δίσκος του Θανάση Σκορδαλού με το Γιάννη Μαρκογιαννάκη που ηχογραφήθηκε το Δεκέμβρη του 1946 και κυκλοφόρησε στις αρχές του 1947 ήταν ο “Μόνο εκείνος π’ αγαπά…”. Υπάρχουν διάφορες διαδόσεις για την προέλευση της μαντινάδας του δίσκου αυτού
και μάλιστα μία εμφανίζεται ως “πακέτο” ισχυριζόμενη ότι τόσο η μαντινάδα όσο και το μουσικό μέρος κατάγονται από κάποια επαρχία της Κρήτης.Θα ήταν χρήσιμο τέτοιες διαδόσεις να κατατίθενται έγγραφα, υπεύθυνα και επώνυμα, διότι χάριν της Ιστορίας οφείλομε πάντοτε να αναζητούμε επαρκώς διασταυρωμένες, εξακριβωμένες πληροφορίες.
Μελετώ το Σκορδαλό τα τελευταία 40 χρόνια και δεν γνωρίζω κάποια αξιόπιστη μαρτυρία για την προέλευση του μουσικού μέρους του συγκεκριμένου δίσκου. Για τη μαντινάδα όμως υπάρχουν κατά την άποψή μου αξιόπιστες μαρτυρίες και με βάση αυτές θα κάνω μία όσο γίνεται εμπεριστατωμένη αναφορά στην καθ’ όλα τα φαινόμενα αληθινή καταγωγή της, που μάλλον καταρρίπτει και το ‘πακέτο’ και τις υπόλοιπες διαδόσεις.
Ο Θανάσης Σκορδαλός είχε γεννηθεί στο Σπήλι της επαρχίας Αγ. Βασιλείου, Ρεθύμνου το 1920. Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό Σχολείο μπήκε στο τριτάξιο γυμνάσιο (γνωστό ως ημιγυμνάσιο) Σπηλίου. Ένας από τους συμμαθητές και στενoύς φίλους του που τον παρακολούθησε σε όλη του σχεδόν τη ζωή και τη μουσική του καριέρα ήταν ο Γιώργης Αλεξανδράκης. Ο Αλεξανδράκης γεννήθηκε επίσης το 1920 στο κοντινό χωριό Ακούμια και εκτός από καλός μαθητής ήταν και πολύ μερακλής. Μετά το ημιγυμνάσιο ολοκλήρωσε τις σπουδές του της μέσης εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο το 1938 και πέτυχε αμέσως στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Σχεδόν με την αποφοίτησή του τον βρήκε το έπος του 1940 και δύο χρόνια αργότερα, το 1942, χωρίς να έχει πάει ακόμη στρατό, διορίστηκε δάσκαλος και υπηρέτησε σε πολλά χωριά της Κρήτης, κυρίως στη Μεσσαρά. Στις Γκαγκάλες της επαρχίας Καινουργίου, ένα χωριό πολύ κοντά στους Αγίους Δέκα που βρίσκεται πάνω στον οδικό άξονα Μοιρών-Ηρακλείου, γνώρισε τη σύζυγό του Αγγέλα Σταυριανουδάκη. Ο Γιώργης και η Αγγέλα παντρεύτηκαν στις Γκαγκάλες στις 27 Ιουλίου του 1943, ημέρα Τρίτη, εορτή του Αγ. Παντελεήμονα. Στο γάμο κάλεσαν οργανοπαίκτη το Σκορδαλό ο οποίος, κατά τη μαρτυρία του γαμπρού, «είχε έλθει μόνος του χωρίς συνοδεία λαούτου και όμως έπαιξε τη λύρα του διαολισμένα».
Η Αγγέλα Σταυριανουδάκη κατάγονταν από Σφακιανούς γονείς, από το χωριό Ασκύφου, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στους Αγίους Δέκα και ήταν πλούσιοι με τα δεδομένα της εποχής (περιουσία σε γεωργική γη), αλλά έφυγαν νωρίς από τη ζωή σε ηλικία 44 ετών λόγω ανίατης τότε ασθένειας. Άφησαν πίσω τους ορφανά τέσσερα παιδιά, την Αργυρώ την Αγγέλα, την Άννα και το Μανώλη, την κηδεμονία των οποίων ανέλαβαν διάφοροι συγγενείς. Η μεγαλύτερη η Αργυρώ παντρεύτηκε το Γιώργη Παραδάκη και εγκαταστάθηκαν στις Γκαγκάλες. Η Αγγέλα και οι Άννα έμεναν άλλοτε στους Αγίους Δέκα και άλλοτε στις Γκαγκάλες με την αδελφή τους.
Όταν μεγάλωσε η Άννα Σταυριανουδάκη την είδε και την ερωτεύτηκε με πάθος ο Μανώλης Κοσμαδάκης από τα Βασιλικά Ανώγεια, ένα χωριό νότια από τους Αγίους Δέκα σε απόσταση 18 χιλιόμετρα. Ο Κοσμαδάκης είχε γεννηθεί το 1914 και άρα ήταν μεγαλύτερος από το Γιώργη Αλεξανδράκη και το Θανάση Σκορδαλό κατά έξι χρόνια. Όταν γνώρισε την Άννα ήταν μαθητής του εξαταξίου Γυμνασίου Πόμπιας στο οποίο είχε μπεί με αρκετή χρονική καθυστέρηση (περίπου 16 ετών) για κάποιους λόγους που δεν είναι γνωστοί (ίσως οικονομικοί ή προσωπικοί) και τελικά, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, το παράτησε σε ηλικία περίπου 21 ετών για να επανέλθει σ’ αυτό πολύ αργότερα.
Ο Κοσμαδάκης ήταν πολύ μερακλής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα γλέντι που γίνονταν στη Μεσσαρά. Έπαιζε μαντολίνο και ήταν τόσο καλλίφωνος, αλλά και δεινός μαντιναδολόγος που πολλοί πήγαιναν στα γλέντια μόνο για να τον ακούσουν να παίζει και να τραγουδεί. Αγαπούσε την Άννα με πάθος, το ίδιο και αυτή αλλά κρυφά χωρίς να του το δείχνει, μιας και οι κηδεμόνες της οικογένειας δεν τον ενέκριναν για γαμπρό. Μοναδική του ικανοποίηση ήταν πλέον η καντάδα. Όταν λοιπόν ο Κοσμαδάκης ήταν στην πέμπτη τάξη του Γυμνασίου (Β’ Λυκείου), πήρε μερικούς φίλους του και πήγαν στους Αγίους Δέκα όπου έκαναν καντάδα στην Άννα του. Το πρωί όμως που πήγε στο μάθημα ήταν τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος που ο καθηγητής των φυσικών, Ευριπίδης Νεονάκης, τον αντιλήφθηκε. Τον κάλεσε τότε να συνεχίσει τη λύση μίας άσκησης αλλά ο Κοσμαδάκης αρνήθηκε να το πράξει. Όταν ο καθηγητής του ζήτησε εξηγήσεις, ο Μανώλης τον κοίταξε για λίγο και του απάντησε αυθόρμητα «…να σας πω κύριε καθηγητά… μόνο εκείνος π’ αγαπά μπορεί να το πιστέψει ότι τσ’ αγάπης ο καϋμός τη σταματά τη σκέψη». Ο Νεονάκης που ως φαίνεται είχε πληροφορίες για τις βλέψεις του Κοσμαδάκη προς την ‘πλούσια’ Άννα του απάντησε «Ε…καϋμένε Κοσμαδάκη… μεγάλο σκοπό έβαλες μπροστά σου, αλλά δεν θα τα καταφέρεις». Ο Κοσμαδάκης εγκατέλειψε τότε το Γυμνάσιο και ζούσε μόνο με τη σκέψη της Άννας. Πέρασε καιρός και κάποια στιγμή η Άννα πληροφορήθηκε ότι ένας πρώτος της θείος θα έφερνε ένα υποψήφιο γαμπρό από άλλο χωριό να την αρραβωνιάσει. Αμέσως αυτή ειδοποίησε με άνθρωπό της τον Κοσμαδάκη και κλέφτηκαν το ίδιο βράδυ. Παντρεύτηκαν το 1937 και απέκτησαν δύο γιούς το Γιώργη και το Σταύρο από τους οποίους ο δεύτερος πέθανε νέος. Τρία χρόνια μετά το γάμο του ο Κοσμαδάκης έφευγε για το Αλβανικό μέτωπο. Μετά την επιστροφή του δεν ασχολήθηκε με τη γεωργία και προτίμησε να ανοίξει ένα καφενείο στους Αγ. Δέκα αλλά δεν πήγε καλά.
Ήταν κατοχή και ο Γιώργης Αλεξανδράκης, που από το 1943 είχε γίνει μέλος της ευρύτερης οικογένειας, καταλάβαινε ότι η κουνιάδα του η Άννα είχε αρχίσει να δυσφορεί διότι δεν πήγαιναν καλά οικονομικά. Ο Γιώργης τότε τους πρότεινε να επιστρέψει ο Μανώλης στο Γυμνάσιο Πόμπιας να το τελειώσει. Τον άκουσαν με προσοχή. Με βάση μία ευεργετική εγκύκλιο που είχε βγάλει το κατοχικό Υπουργείο Παιδείας όποιος παλιός μαθητής ήθελε μπορούσε να δώσει μαζί όλες τις εξετάσεις δύο τάξεων. Έτσι ο Κοσμαδάκης το 1944 σε ηλικία 30 ετών επέστρεψε, έδωσε τις εξετάσεις και τελείωσε το Γυμνάσιο (Λύκειο) της Πόμπιας. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια του Αλεξανδράκη κατάφερε να μπεί και αυτός στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, να αποφοιτήσει επιτυχώς και αργότερα να διοριστεί δάσκαλος.
Στο μεταξύ, μετά το γάμο του Αλεξανδράκη το καλοκαίρι του 1943, το δίδυμο Αλεξανδράκης – Κοσμαδάκης έγινε η κινητήρια δύναμη του Σκορδαλού στη Μεσσαρά. Ο Θανάσης ήξερε όλα τα πανηγύρια και πήγαινε ακάλεστος διότι είχε τη στήριξή τους. Όλα τα άλλα γλέντια τέλειωναν νωρίς και μαζευόταν στο δικό του. Ο ίδιος ο Κοσμαδάκης είχε δώσει μαντινάδες στο Σκορδαλό που έβαλε σε δίσκους του, αλλά τη συγκεκριμένη μαντινάδα που είχε πεί στον καθηγητή Νεονάκη, η οποία ήταν πλέον γνωστή σε όλους στις Γκαγκάλες, την έδωσε στο Σκορδαλό ο Γιώργης Αλεξανδράκης στις 26 Ιουλίου 1943, δηλαδή την προηγουμένη ημέρα του γάμου του. Μετά το γάμο, ο Θανάσης έμεινε στις Γκαγκάλες άλλες τρεις μέρες. Το μεθεπόμενο βράδυ, της Πέμπτης 29ης Ιουλίου 1943, βγήκαν καντάδα και τα ξημερώματα σταμάτησαν έξω από το σπίτι του Μανώλη Μουδάτσου, προϊστάμενου στο Ταχυδρομείο των Αγίων Δέκα. Ο Μουδάτσος έμενε στις Γκαγκάλες η δε γυναίκα του, η Μαρίκα Αθανασάκη, ήταν δασκάλα συνάδελφος του Γιώργη Αλεξανδράκη, αλλά και άριστη χορεύτρια και τραγουδίστρια. «Εδώ μένει ένας καλός φίλος και μερακλής, παίξε του ένα σκοπό…» είπε ο Αλεξανδράκης στο Σκορδαλό. ‘Εξω από το σπίτι του Μουδάτσου ήταν ένας χαμηλός τοίχος, έβαλε ο Θανάσης το πόδι του επάνω και άρχισε να παίζει το γνωστό μας σκοπό τραγουδώντας μαζί του για πρώτη φορά τη μαντινάδα του Κοσμαδάκη «Μόνο εκείνος π’ αγαπά…». Την επομένη μέρα που αναχώρησε ο Θανάσης και ο Αλεξανδράκης συναντήθηκε με το ζεύγος Μουδάτσου, η Μαρίκα έλεγε στο Γιώργη «Μα τι ήταν αυτό!».
Μελετώ το Σκορδαλό τα τελευταία 40 χρόνια και δεν γνωρίζω κάποια αξιόπιστη μαρτυρία για την προέλευση του μουσικού μέρους του συγκεκριμένου δίσκου. Για τη μαντινάδα όμως υπάρχουν κατά την άποψή μου αξιόπιστες μαρτυρίες και με βάση αυτές θα κάνω μία όσο γίνεται εμπεριστατωμένη αναφορά στην καθ’ όλα τα φαινόμενα αληθινή καταγωγή της, που μάλλον καταρρίπτει και το ‘πακέτο’ και τις υπόλοιπες διαδόσεις.
Ο Θανάσης Σκορδαλός είχε γεννηθεί στο Σπήλι της επαρχίας Αγ. Βασιλείου, Ρεθύμνου το 1920. Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό Σχολείο μπήκε στο τριτάξιο γυμνάσιο (γνωστό ως ημιγυμνάσιο) Σπηλίου. Ένας από τους συμμαθητές και στενoύς φίλους του που τον παρακολούθησε σε όλη του σχεδόν τη ζωή και τη μουσική του καριέρα ήταν ο Γιώργης Αλεξανδράκης. Ο Αλεξανδράκης γεννήθηκε επίσης το 1920 στο κοντινό χωριό Ακούμια και εκτός από καλός μαθητής ήταν και πολύ μερακλής. Μετά το ημιγυμνάσιο ολοκλήρωσε τις σπουδές του της μέσης εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο το 1938 και πέτυχε αμέσως στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Σχεδόν με την αποφοίτησή του τον βρήκε το έπος του 1940 και δύο χρόνια αργότερα, το 1942, χωρίς να έχει πάει ακόμη στρατό, διορίστηκε δάσκαλος και υπηρέτησε σε πολλά χωριά της Κρήτης, κυρίως στη Μεσσαρά. Στις Γκαγκάλες της επαρχίας Καινουργίου, ένα χωριό πολύ κοντά στους Αγίους Δέκα που βρίσκεται πάνω στον οδικό άξονα Μοιρών-Ηρακλείου, γνώρισε τη σύζυγό του Αγγέλα Σταυριανουδάκη. Ο Γιώργης και η Αγγέλα παντρεύτηκαν στις Γκαγκάλες στις 27 Ιουλίου του 1943, ημέρα Τρίτη, εορτή του Αγ. Παντελεήμονα. Στο γάμο κάλεσαν οργανοπαίκτη το Σκορδαλό ο οποίος, κατά τη μαρτυρία του γαμπρού, «είχε έλθει μόνος του χωρίς συνοδεία λαούτου και όμως έπαιξε τη λύρα του διαολισμένα».
Η Αγγέλα Σταυριανουδάκη κατάγονταν από Σφακιανούς γονείς, από το χωριό Ασκύφου, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στους Αγίους Δέκα και ήταν πλούσιοι με τα δεδομένα της εποχής (περιουσία σε γεωργική γη), αλλά έφυγαν νωρίς από τη ζωή σε ηλικία 44 ετών λόγω ανίατης τότε ασθένειας. Άφησαν πίσω τους ορφανά τέσσερα παιδιά, την Αργυρώ την Αγγέλα, την Άννα και το Μανώλη, την κηδεμονία των οποίων ανέλαβαν διάφοροι συγγενείς. Η μεγαλύτερη η Αργυρώ παντρεύτηκε το Γιώργη Παραδάκη και εγκαταστάθηκαν στις Γκαγκάλες. Η Αγγέλα και οι Άννα έμεναν άλλοτε στους Αγίους Δέκα και άλλοτε στις Γκαγκάλες με την αδελφή τους.
Όταν μεγάλωσε η Άννα Σταυριανουδάκη την είδε και την ερωτεύτηκε με πάθος ο Μανώλης Κοσμαδάκης από τα Βασιλικά Ανώγεια, ένα χωριό νότια από τους Αγίους Δέκα σε απόσταση 18 χιλιόμετρα. Ο Κοσμαδάκης είχε γεννηθεί το 1914 και άρα ήταν μεγαλύτερος από το Γιώργη Αλεξανδράκη και το Θανάση Σκορδαλό κατά έξι χρόνια. Όταν γνώρισε την Άννα ήταν μαθητής του εξαταξίου Γυμνασίου Πόμπιας στο οποίο είχε μπεί με αρκετή χρονική καθυστέρηση (περίπου 16 ετών) για κάποιους λόγους που δεν είναι γνωστοί (ίσως οικονομικοί ή προσωπικοί) και τελικά, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, το παράτησε σε ηλικία περίπου 21 ετών για να επανέλθει σ’ αυτό πολύ αργότερα.
Ο Κοσμαδάκης ήταν πολύ μερακλής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα γλέντι που γίνονταν στη Μεσσαρά. Έπαιζε μαντολίνο και ήταν τόσο καλλίφωνος, αλλά και δεινός μαντιναδολόγος που πολλοί πήγαιναν στα γλέντια μόνο για να τον ακούσουν να παίζει και να τραγουδεί. Αγαπούσε την Άννα με πάθος, το ίδιο και αυτή αλλά κρυφά χωρίς να του το δείχνει, μιας και οι κηδεμόνες της οικογένειας δεν τον ενέκριναν για γαμπρό. Μοναδική του ικανοποίηση ήταν πλέον η καντάδα. Όταν λοιπόν ο Κοσμαδάκης ήταν στην πέμπτη τάξη του Γυμνασίου (Β’ Λυκείου), πήρε μερικούς φίλους του και πήγαν στους Αγίους Δέκα όπου έκαναν καντάδα στην Άννα του. Το πρωί όμως που πήγε στο μάθημα ήταν τόσο κουρασμένος και νυσταγμένος που ο καθηγητής των φυσικών, Ευριπίδης Νεονάκης, τον αντιλήφθηκε. Τον κάλεσε τότε να συνεχίσει τη λύση μίας άσκησης αλλά ο Κοσμαδάκης αρνήθηκε να το πράξει. Όταν ο καθηγητής του ζήτησε εξηγήσεις, ο Μανώλης τον κοίταξε για λίγο και του απάντησε αυθόρμητα «…να σας πω κύριε καθηγητά… μόνο εκείνος π’ αγαπά μπορεί να το πιστέψει ότι τσ’ αγάπης ο καϋμός τη σταματά τη σκέψη». Ο Νεονάκης που ως φαίνεται είχε πληροφορίες για τις βλέψεις του Κοσμαδάκη προς την ‘πλούσια’ Άννα του απάντησε «Ε…καϋμένε Κοσμαδάκη… μεγάλο σκοπό έβαλες μπροστά σου, αλλά δεν θα τα καταφέρεις». Ο Κοσμαδάκης εγκατέλειψε τότε το Γυμνάσιο και ζούσε μόνο με τη σκέψη της Άννας. Πέρασε καιρός και κάποια στιγμή η Άννα πληροφορήθηκε ότι ένας πρώτος της θείος θα έφερνε ένα υποψήφιο γαμπρό από άλλο χωριό να την αρραβωνιάσει. Αμέσως αυτή ειδοποίησε με άνθρωπό της τον Κοσμαδάκη και κλέφτηκαν το ίδιο βράδυ. Παντρεύτηκαν το 1937 και απέκτησαν δύο γιούς το Γιώργη και το Σταύρο από τους οποίους ο δεύτερος πέθανε νέος. Τρία χρόνια μετά το γάμο του ο Κοσμαδάκης έφευγε για το Αλβανικό μέτωπο. Μετά την επιστροφή του δεν ασχολήθηκε με τη γεωργία και προτίμησε να ανοίξει ένα καφενείο στους Αγ. Δέκα αλλά δεν πήγε καλά.
Ήταν κατοχή και ο Γιώργης Αλεξανδράκης, που από το 1943 είχε γίνει μέλος της ευρύτερης οικογένειας, καταλάβαινε ότι η κουνιάδα του η Άννα είχε αρχίσει να δυσφορεί διότι δεν πήγαιναν καλά οικονομικά. Ο Γιώργης τότε τους πρότεινε να επιστρέψει ο Μανώλης στο Γυμνάσιο Πόμπιας να το τελειώσει. Τον άκουσαν με προσοχή. Με βάση μία ευεργετική εγκύκλιο που είχε βγάλει το κατοχικό Υπουργείο Παιδείας όποιος παλιός μαθητής ήθελε μπορούσε να δώσει μαζί όλες τις εξετάσεις δύο τάξεων. Έτσι ο Κοσμαδάκης το 1944 σε ηλικία 30 ετών επέστρεψε, έδωσε τις εξετάσεις και τελείωσε το Γυμνάσιο (Λύκειο) της Πόμπιας. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια του Αλεξανδράκη κατάφερε να μπεί και αυτός στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, να αποφοιτήσει επιτυχώς και αργότερα να διοριστεί δάσκαλος.
Στο μεταξύ, μετά το γάμο του Αλεξανδράκη το καλοκαίρι του 1943, το δίδυμο Αλεξανδράκης – Κοσμαδάκης έγινε η κινητήρια δύναμη του Σκορδαλού στη Μεσσαρά. Ο Θανάσης ήξερε όλα τα πανηγύρια και πήγαινε ακάλεστος διότι είχε τη στήριξή τους. Όλα τα άλλα γλέντια τέλειωναν νωρίς και μαζευόταν στο δικό του. Ο ίδιος ο Κοσμαδάκης είχε δώσει μαντινάδες στο Σκορδαλό που έβαλε σε δίσκους του, αλλά τη συγκεκριμένη μαντινάδα που είχε πεί στον καθηγητή Νεονάκη, η οποία ήταν πλέον γνωστή σε όλους στις Γκαγκάλες, την έδωσε στο Σκορδαλό ο Γιώργης Αλεξανδράκης στις 26 Ιουλίου 1943, δηλαδή την προηγουμένη ημέρα του γάμου του. Μετά το γάμο, ο Θανάσης έμεινε στις Γκαγκάλες άλλες τρεις μέρες. Το μεθεπόμενο βράδυ, της Πέμπτης 29ης Ιουλίου 1943, βγήκαν καντάδα και τα ξημερώματα σταμάτησαν έξω από το σπίτι του Μανώλη Μουδάτσου, προϊστάμενου στο Ταχυδρομείο των Αγίων Δέκα. Ο Μουδάτσος έμενε στις Γκαγκάλες η δε γυναίκα του, η Μαρίκα Αθανασάκη, ήταν δασκάλα συνάδελφος του Γιώργη Αλεξανδράκη, αλλά και άριστη χορεύτρια και τραγουδίστρια. «Εδώ μένει ένας καλός φίλος και μερακλής, παίξε του ένα σκοπό…» είπε ο Αλεξανδράκης στο Σκορδαλό. ‘Εξω από το σπίτι του Μουδάτσου ήταν ένας χαμηλός τοίχος, έβαλε ο Θανάσης το πόδι του επάνω και άρχισε να παίζει το γνωστό μας σκοπό τραγουδώντας μαζί του για πρώτη φορά τη μαντινάδα του Κοσμαδάκη «Μόνο εκείνος π’ αγαπά…». Την επομένη μέρα που αναχώρησε ο Θανάσης και ο Αλεξανδράκης συναντήθηκε με το ζεύγος Μουδάτσου, η Μαρίκα έλεγε στο Γιώργη «Μα τι ήταν αυτό!».
Σημείωση:
Ο Γιώργης Αλεξανδράκης που μου αφηγήθηκε το κύριο μέρος της ιστορίας αυτής ζει σήμερα στα 95 του χρόνια στο Χαλάνδρι. Ο Μανώλης Κοσμαδάκης δεν ζει, αλλά ο γιος του ο Γιώργης Κοσμαδάκης, σήμερα συνταξιούχος τεχνικός της Νομαρχίας Ηρακλείου καθώς και η σύζυγός του που ζουν στο Ηράκλειο, μου επανέλαβαν το ίδιο ιστορικό με συμπληρωματικά στοιχεία. Παρόμοιο, αλλά πιο γενικό ιστορικό με τα ίδια πρόσωπα, μου είχαν διηγηθεί αρκετά χρόνια πριν φύγουν από τη ζωή οι αείμνηστοι Σπύρος Σηφογιωργάκης και Λεωνίδας Κλάδος καθώς και ο εν ζωή Γιάννης Μαρκογιαννάκης.
Ο Γιώργης Αλεξανδράκης που μου αφηγήθηκε το κύριο μέρος της ιστορίας αυτής ζει σήμερα στα 95 του χρόνια στο Χαλάνδρι. Ο Μανώλης Κοσμαδάκης δεν ζει, αλλά ο γιος του ο Γιώργης Κοσμαδάκης, σήμερα συνταξιούχος τεχνικός της Νομαρχίας Ηρακλείου καθώς και η σύζυγός του που ζουν στο Ηράκλειο, μου επανέλαβαν το ίδιο ιστορικό με συμπληρωματικά στοιχεία. Παρόμοιο, αλλά πιο γενικό ιστορικό με τα ίδια πρόσωπα, μου είχαν διηγηθεί αρκετά χρόνια πριν φύγουν από τη ζωή οι αείμνηστοι Σπύρος Σηφογιωργάκης και Λεωνίδας Κλάδος καθώς και ο εν ζωή Γιάννης Μαρκογιαννάκης.
*ομότιμος καθηγητής Παν/μίου Κρήτης
j.lekakis@uoc.gr
j.lekakis@uoc.gr
http://www.haniotika-nea.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου